Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς... Κύριε ημών Ιησού Χριστέ Υιέ Του Θεού ελέησον ημάς...

ποιά είναι τα 7 μυστήρια της εκκλησίας μας;


Το Χρίσμα


Τί εἶναι τό χρίσμα;

Εἶναι τόἱερό μυστήριο κατά τόὁποῖο, χριομένων σταυροειδῶς μέἅγιο μύρο τῶν μελῶν τοῦ βαπτισθέντος, κατέρχεται ἡ θεία χάρη ἡὁποία σφραγίζει τήν ἀρξάμενη νέα πνευματική ζωή, διαπτύσσοντας τά χαρίσματα τοῦ βαπτίσματος σέ βίο προσωπικό, θεοφιλῆ καίἐνάρετο. Τό χρίσμα, ἄν καί τελεῖται συνειμμένως μέ τό βάπτισμα, δέν εἶναι μέρος τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά μυστήριο αὐτοτελές καίἴδιο. Εἶναι δέ μυστήριο μήἐπαναλαμβανόμενο.
Στή Γραφή δέν ὑπάρχει σαφής μαρτυρία περί τῆς ἱδρύσεως τοῦ χρίσματος ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Κύριο. ῾Υπάρχουν ὅμως πολλές καί σημαντικές ἐνδείξεις. Εἶναι τά χωρία· «῾Ο δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ἡμῖν εἰς Χριστόν καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος226 ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»· «καίὑμεῖς τό χρῖσμα, ὅἐλάβετε ἀπ’ αὐτοῦ, μένει ἐν ὑμῖν, καί οὐ χρείαν ἔχετε, ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς...»227. Στά χωρία αὐτά βέβαια ἡ χρίση μπορεῖ νάἐκληφθεῖ μέἔννοια γενική, ὡς ἐσωτερική διά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος βεβαίωση.
Σημαντικότερη μαρτυρία περί τῆς θείας ἀρχῆς τοῦ χρίσματος καί βεβαίωση ὅτι τοῦτο εἶναι μυστήριο ξεχωριστόἀπό τό βάπτισμα, εἶναι τάὅσα λέγονται στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων228, περί τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί᾿Ιωάννου, οἱὁποῖοι στάλθηκαν στή Σαμάρεια γιά νάἐπιθέσουν τά χέρια τους στίς κεφαλές τῶν βαπτισθέντων ἀπό τό διάκονο Φίλιππο καί νά τούς μεταδώσουν Πνεῦμα ῞Αγιο. ῾Ομοίως καίὅ,τι λέγεται περί τοῦ Παύλου229, ὁὁποῖος στήν ῎Εφεσο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του στίς κεφαλές τῶν δεχθέντων τό βάπτισμα τοῦ᾿Ιωάννου, μετέδωσε σ’ αὐτούς Πνεῦμα ῞Αγιο.
᾿Από τίς πιό πάνω διηγήσεις τῶν Πράξεων φαίνεται ὅτι ἀρχικά τό μυστήριο ἐτελεῖτο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων. ῞Οσο ὅμως περνοῦσε ὁ καιρός καί στό μέτρο πούὁἀριθμός τῶν πιστευόντων μεγάλωνε καθημερινά καίἦταν φυσικάἀδύνατο νάἐπαρκέσουν τάἀποστολικά χέρια γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου, ἡ χειροθεσία ἀντικαταστάθηκε πιθανότατα ἀπ’ αὐτούς τούς ᾿Αποστόλους διά τῆς χρίσεως μέἅγιο μύρο, ἡὁποία γινόταν ὄχι μόνο ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἀλλά καίἀπό τούς ἱερεῖς.
῾Η χρισματική χάρη εἶναι διαφορετικήἀπό τή βαπτισματική. ᾿Ενῶ τόἱερό βάπτισμα δημιουργεῖ τή νέα ὕπαρξη καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή, τό χρίσμα σφραγίζει μέ τίς δωρεές τοῦἁγίου Πνεύματος τήν ὕπαρξη αὐτή, βοηθώντας τόν ἄνθρωπο νά εἰσέλθει στό δόλιχο (ὁδό) τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καί ν’ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά τόἀγαθό τοῦἱεροῦ βαπτίσματος.
῞Οπως εἴπαμε στήν ἀρχή, τό χρίσμα εἶναι μυστήριο μήἐπαναλαμβανόμενο. Τελεῖται μία μόνο φορά, ὅπως καί τό βάπτισμα. ῾Η χρίση τῶν προσερχομένων στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας δέν εἶναι ἐπανάληψη τοῦ χρίσματος, ἐπειδή στήν αἵρεση, κι ἄν ἔγινε τό χρίσμα, αὐτό εἶναι ἄκυρο καίἀνύπαρκτο· ὅπως δέν εἶναι ἐπανάληψη στίς περιπτώσεις τῶν ἀποστατῶν πούἐπανέρχονται στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθ. ᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶ τό χρίσμα εἶναι τελετή τῆς ἐπανόδου τῶν μετανοούντων κάτω ἀπό τίς εὐλογίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επίσης δέν θεωρεῖται μυστήριο ἡ διά μύρου καθιέρωση ναῶν καίἱερῶν εἰκόνων, ὅπως καίἡ περιβολή τοῦ βασιλικοῦἀξιώματος διά τυπώσεως μύρου.

Ποιός εἶναι ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος;

᾿Ενῶ κατά τήν πράξη τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ἡ χρίση διά μύρου230, πού παρασκευάζεται μόνο ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἐπιτρέπεται σέὅλους τούς ἱερεῖς, κατά τήν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης ἡ τέλεσή του ἐπιφυλάσσεται σέ μόνο τόν ἐπίσκοπο, ἐπιτρεπομένης ἐκτάκτως καί σέἱερεῖς ὡς εἰδικό προνόμιο παρεχόμενο σ’ αὐτούς ἀπό τόν Πάπα. ῾Η πράξη ὅμως αὐτή τῶν Παπικῶν δέν ἔχει ἱστορικόἔρεισμα. Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία τό μυστήριο ἐτελεῖτο σταθερά καίἀπό τούς ἱερεῖς. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱἐπίσκοποι πλεονεκτοῦν τῶν πρεσβυτέρων, μόνο κατά τή χειροτονία, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά κάνουν οἱἱερεῖς. Κατά τάἄλλα συνεπῶς μποροῦν νά κάνουν ὅ,τι καίὁἐπίσκοπος. ᾿Αλλά καί λογικῶς ἡ πράξη αὐτή δέν μπορεῖ νάὑποστηριχθεῖ, διότι ἤἡ τέλεση τοῦ χρίσματος ἀνήκει στούς ἐπισκόπους ἢ῟ἶὸὶἂἇἂὃ῏ (θείῳ δικαίῳ), ὁπότε δέν μπορεῖ νά χορηγηθεῖ στούς ἱερεῖς, εἴτε χορηγεῖται σ’ αὐτούς ἐκ διατάξεως ἐκκλησιαστικῆς, ὁπότε ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου ἐγκείμενη στή χειροτονία τους εἶναι κάτι τό κανονικό καίὑγιές. Βαθύτερος λόγος νά εἶναι ἄραγε ἡἔξαρση τοῦἐπισκοπικοῦἀξιώματος;

Ποιός εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος τελέσεως τοῦ χρίσματος;

Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό χρίσμα τελεῖται -ὅπως ἤδη σημειώσαμε- μετά τό βάπτισμα. Διά τῶν δωρεῶν τοῦ῾Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται ἡ νέα ὕπαρξη ἡἀναδυθείσα ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, ἐνῶὁ νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σέ προσωπικόἔργο στίς ψυχές τῶν βαπτισθέντων. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ῾Ομολογία παραινεῖ· «Παρευθύς μετά τό βάπτισμα νά χρίῃὁἱερεύς τό βαπτιζόμενον εἰς τά διωρισμένα μέλη, ἐπιλέγων τά λόγια ‘‘σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου’’»231.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτόἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ἀκολουθεῖἄλλη ὁδό· «Μπορεῖ μέν -ἀποφαίνεται ἡ Ρωμαϊκή Κατήχηση- νά τελεσθεῖ τό χρίσμα μετά τό βάπτισμα· ὅμως αὐτό σέ λίγο ὠφελεῖ, διότι τά παιδιά δέν μποροῦν ἀκόμη νά κάνουν χρήση τοῦ λογικοῦ τους, διά τοῦτο καλόν εἶναι νάἀναβάλλεται στό 12ο καίἐν ἀνάγκῃ στό 7ο ἔτος· διότι ἡ βεβαίωση δέν ὁρίστηκε ὡς ἀναγκαία εἰς σωτηρίαν, ἀλλά γιά νά παρασκευασθοῦμε ἄριστα ν’ ἀγωνισθοῦμε γιά τήν πίστη μας στό Χριστό· σ’ αὐτόὅμως τό εἶδος τῆς πάλης κανένας δέν μπορεῖ νά θεωρήσει κατάλληλους αὐτούς πού στεροῦνται τῆς χρήσεως τοῦ λόγου»232. ῞Οπως βλέπουμε, ἡἀναβολή τῆς χρίσεως στή Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία στηρίζεται στήν ἔλλειψη κρίσεως καί λόγου στά μικρά παιδιά. ᾿Απόἄποψη λογική βέβαια τό πράγμα δέν εἶναι ἀστήρικτο καίἀδικαιολόγητο. Πῶς μπορεῖἀλήθεια νάἀναχθεῖ κανείς σέἀγῶνες πνευματικούς, ὅταν τό μυαλό του εἶναι ἀκόμη ἀνώριμο καίἡ συνείδησή του ἀδιαμόρφωτη;
῞Ομως τό λογικῶς πιθανό καί εὔλογο δέν πρέπει νά λαμβάνεται ὡς μέτρο ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων στό μυστηριακό καίὑπερλογικό χῶρο τῆς πίστεως. ῎Αν ἐπιχειρήσουμε αὐτό, δέν θά μείνει τίποτε ὄρθιο, θάἀποδιοργανώσουμε ὅλα τά δόγματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα μέ πολλά καίἰσχυρά λογικάἐπιχειρήματα. ῞Ομως καί στή λογική βάση ὑπάρχουν πολλάἀνερμήνευτα καίἀνεξήγητα. ῎Αν ἡἔλλειψη λόγου εἶναι τό βασικόἐπιχείρημα μή τελέσεως τοῦ χρίσματος σέ νηπιακήἡλικία, τότε γιατί τελοῦμε τό βάπτισμα στήν ἡλικία αὐτή; Μήπως τά βαπτιζόμενα νήπια ἔχουν ἀναπτυγμένη συνείδηση καί λόγο; ῎Αλλωστε ἡ καταβολή τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀρχίζει ἤδη ἀπό τοῦ λίκνου, ἄν μή καίἐνωρίτερα. Γιά ποιό λόγο νά στερηθεῖ τό νήπιο τῆς εὐεργετικῆς ἐνέργειας τῶν δώρων τοῦ῾Αγίου Πνεύματος γιά τή βαθμιαία ἀνάπτυξη τοῦ χαρακτήρα καί τῆς προσωπικότητάς του;
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτάἡ τέλεση τοῦ χρίσματος εὐθύς μετά τό βάπτισμα ἀποτελεῖ πράξη ἀρχαιότατη τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντί πάσης ἄλλης μαρτυρίας παραθέτουμε τή μαρτυρία τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου· «Οἱ φωτιζόμενοι μετά τό βάπτισμα χρίονται χρίσματι ἐπουρανίῳ»233.

Τί φρονοῦν περί τοῦ χρίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Δέν δέχονται τό χρίσμα ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο, ἀλλά σάν μιάἁπλή τελετή μήἀναγκαία γιά τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου, τήν ὁποία μπορεῖ νά στερηθεῖἡ᾿Εκκλησία χωρίς καμιά βλάβη οὐσιαστική. ᾿Από τά μέσα ὅμως τοῦ ΙΖ´ αἰώνα καί μετάἀπό εἰσήγηση τῆς ᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό χρίσμα τελεῖται παντοῦ (στήν ᾿Αγγλικανική᾿Εκκλησία ἀπό τούς ἐπισκόπους) σάν ἕνας ἐπίσημος θεσμός εἰσόδου τῶν βαπτιζόμενων παιδιῶν στήν ᾿Εκκλησία, κατά τήν ὁποία ὁμολογοῦν τή διδασκαλία τῆς πίστεως καί προπαρασκευάζονται νά μένουν πιστοί στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καίἑδραῖοι στή γεμάτη ἀπό κινδύνους ζωή αὐτή.

Το Ευχέλαιο


Τί εἶναι τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου;

᾿Επειδή οἱἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν, ὁ Κύριος ἐφοδίασε τήν ᾿Εκκλησία του μέ εἰδικό μυστήριο τοῦὁποίου σκοπός εἶναι κατά κύριο λόγο ἡἴαση τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, κατά δεύτερο δέἡἴαση τῆς πνευματικῆς νόσου τῆς ψυχῆς (τῆς ἁμαρτίας). Εἶναι, λοιπόν, τό εὐχέλαιο μυστήριο θείας ἀρχῆς κατά τόὁποῖο, ὅταν χρίεται ὁἀσθενής μέἁγιασμένο ἔλαιο, κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦἡὁποία χορηγεῖ πρώτως καί κυρίως τή σωματικήἴαση καί δευτερευόντως τήν ἴαση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία.
Οἱ συστατικοί λόγοι τοῦ μυστηρίου βρίσκονται στήν καθολικήἐπιστολή᾿Ιακώβου τοῦ᾿Αδελφοθέου· «᾿Ασθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καί προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳἐν τῷὀνόματι τοῦ Κυρίου· καίἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα, καίἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ»287. Καί δέν λέγεται μέν ρητῶς ἐδῶὅτι ἡἵδρυση τοῦ μυστηρίου προέρχεται ἀπό τόν Κύριο· ὅμως συνάγεται ἐπαρκῶς, καθόσον ὁ᾿Ιάκωβος δέν θά προέβαινε σέ τέτοια σημαντική μαρτυρία, ἄν δέν εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ μυστηριακή τελετή πού συνιστοῦσε ἀνάγεται στόν ἴδιο τόν Κύριο.
Οἱ αἰτιάσεις δέ κατά τοῦ εὐχελαίου, ὅτι τάχα τή θεραπεία τῆς σωματικῆς νόσου δέν ἐπιτελεῖἡὑπερφυσικήἐνέργεια τῆς χάριτος, ἀλλάἡ θεραπευτικήἰδιότητα τοῦἐλαίου, δέν εὐσταθεῖ, διότι ὡς σκοπός τοῦ μυστηρίου δέν τίθεται ἡ σωματικήἴαση μόνο, ἀλλά καίἡ πνευματικήἴαση τῆς ψυχῆς, πράγμα πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὅποια φυσικήἰδιότητα τοῦἐλαίου. ῎Αλλωστε ἄν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, τήν ἐπάλειψη θά τήν ἔκανε ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστός (ἄνδρας ἤ γυναίκα) καί δέν θά προσκαλοῦνταν στό σπίτι τοῦἀσθενοῦς οἱ πρεσβύτεροι τῆς ᾿Εκκλησίας.
Τόὁρατό μέρος τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ σταυροειδής χρίση μέἁγιασμένο ἔλαιο τῶν μελῶν τοῦἀσθενοῦς ἐκφωνουμένης τῆς εὐχῆς· «Πάτερ ἅγιε, ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τόν μονογενῆ σου υἱόν, τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καίἐκ θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καί τόν δοῦλόν σου τόνδε ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτόν σωματικῆς καί ψυχικῆς ἀσθενείας, καί ζωοποίησον αὐτόν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ σου»288.
Οἱ τελετουργοί τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ πρεσβύτεροι (οἱἱερεῖς), περισσότεροι τοῦἑνός, ἐν ἀνάγκῃ δέ καίἕνας μόνο ἱερέας. Χρίονται δέὅλοι οἱἀσθενεῖς καίὄχι μόνο οἱ βαριάἀσθενοῦντες ἤὅσοι βρίσκονται στό τέλος τῆς ζωῆς τους.

Θεραπεύονται ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱἀσθενεῖς διά τοῦ εὐχελαίου;

Οχι, δέν θεραπεύονται. ῾Ως πρός τό πρῶτο σκέλος τοῦ μυστηρίου (τήν ἴαση τῆς σωματικῆς νόσου), ἡ θεία χάρη δέν ἐνεργεῖ «ἐξ ἀνάγκης», ὅπως γίνεται στάὑπόλοιπα μυστήρια. ῎Αν συνέβαινε αὐτό, τότε θάἔκλειναν ὅλα τά νοσοκομεῖα καί τάἰατρεῖα. ᾿Επειδήὅμως κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς πιστούς σέ περίπτωση σωματικῆς ἀσθένειας προτιμοῦν νάἐπισκέπτονται τούς φυσικούς γιατρούς (ὄχι βέβαια ἀδικαιολόγητα) παρά τούς πνευματικούς (τούς ἱερεῖς). Τόὅτι δέν θεραπεύονται πάντοτε οἱ σωματικές ἀσθένειες αὐτό δέν ὀφείλεται μόνο στήν ἔλλειψη πίστεως ἀπό μέρους τοῦἀσθενοῦντος πού δέχεται τόἱερό μυστήριο, ἀλλά γενικότερα στή θεία βούληση, ἡὁποία θέλησε μέν τήν ἴαση τῶν ἀσθενούντων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας (ἡὁποία πολλάκις πραγματοποιεῖται), ὄχι ὅμως καί νάἐξαλείψει ὁλοσχερῶς τίς σωματικές ἀσθένειες ἤ ν’ ἀποσοβήσει τό θάνατο, πράγματα πού εἶναι ἄλλωστε σημαντικά μέσα στούς παιδαγωγικούς σκοπούς τῆς θείας πρόνοιας.
῎Αν ὅμως τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου δέν λειτουργεῖἐξ ἀνάγκης ὡς πρός τό πρῶτο σκέλος του (τήν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν), λειτουργεῖ πάντοτε ἐξ ἀνάγκης ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο σκέλος του, δηλαδή τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γιά τόν λόγο αὐτόἡ᾿Εκκλησία συνδέει τό εὐχέλαιο μέ τή μετάνοια, ἐπιτελώντας αὐτό καί σέὑγιεῖς πιστούς, οἱὁποῖοι ἑτοιμάζονται γιά τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δυσκολία ἀναφύεται μόνο ὡς πρός τό εἶδος τῶν ἁμαρτιῶν πού συγχωροῦνται στό εὐχέλαιο, δεδομένου ὅτι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων ὑπάρχει εἰδικό μυστήριο, ἡ μετάνοια καίἡἐξομολόγηση, στόὁποῖο εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσέλθει ὁ πιστός.
Τό εὐχέλαιο μπορεῖ νάἀντικαταστήσει τή μετάνοια; ῎Αν δέὁ πιστός ἔλαβε ἄφεση στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, τί περισσό θάἔχει ἀπό τό εὐχέλαιο; Νάὑποθέσουμε, ὅτι στούς ἀσθενοῦντες πιστούς τό εὐχέλαιο ἐξαφανίζει τάὅποια ἐναπομείναντα λείψανα τῆς ἁμαρτίας, πού συνδέονται μέ τή σωματικήἀσθένεια, ἤ τίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες πού λόγῳ καταστάσεώς του ὁἀσθενής ἀδυνατεῖ νάἐξομολογηθεῖ στόν ἱερέα; Ποιός ἄραγε γνωρίζει αὐτά τά πράγματα;

Τί λένε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί περί τοῦ εὐχελαίου;

῾Η Δυτική᾿Εκκλησία δέχεται τό εὐχέλαιο ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο. ᾿Από τόν δωδέκατο ὅμως αἰώνα τό μεταποίησε σέἔσχατη κρίση καί σέἐφόδιο τῶν ἀποθνησκόντων, μήἐπαναλαμβάνουσα αὐτό στήν ἴδια ἀσθένεια ἄν αὐτή ξαναεμφανισθεῖ. ᾿Ανάλογοι πρός τήν ἰδέα αὐτή εἶναι καί οἱ καρποί τοῦ μυστηρίου, οἱὁποῖοι ἀντιστρέφονται, δηλαδήὡς κύρια ἐνέργειά του εἶναι ἡἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας καί τῶν λειψάνων της καίἡἐνδυνάμωση τῆς ψυχῆς στόν ἐπικείμενο ἀγώνα της κατά τοῦ θανάτου. ῾Η μεταποίηση ὅμως αὐτή τοῦ εὐχελαίου σέἔσχατη χρίση ἀντιβαίνει πρός τήν ἀρχαία χρήση του καί στή διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία τό μυστήριο διακονεῖται σέ κάθε ἀσθένεια καίὄχι μόνο στίς βαρύτατες πρό τοῦ θανάτου. ᾿Εσφαλμένα δέ χορηγεῖται ὡς ἐφόδιο ψυχῆς καθ’ ὅν χρόνο αὐτή εἰσέρχεται στίς αἰώνιες μονές, γιατί σάν τέτοιο ἐφόδιο ἦταν πάντοτε στήν ᾿Εκκλησία ὄχι τό εὐχέλαιο ἀλλάἡ θεία Εὐχαριστία289.

Τί λένε σχετικά οἱ Προτεστάντες;

Δέν τούς ἐνδιαφέρει. Δέν τό δέχονται ὡς μυστήριο καί γιάἄλλους λόγους ἀλλά καί γιατί δέν παρέχει πάντοτε τή σωματικήἀνάρρωση. Οἱ Λουθηρανοί μόνο τό δέχονται σάν μιά παραμυθητική τελετή, δηλαδή τελετή πού παρέχει παρηγορία, ἐάν περιορισθεῖ στήν ἐπίσκεψη τοῦἱερέα στόν ἀσθενή καί τή χορήγηση σ’ αὐτόν τῆς θείας μεταλήψεως. Οἱὑπόλοιποι Προτεστάντες τόἀπορρίπτουν παντελῶς.


Το Βάπτισμα


Τί εἶναι τό βάπτισμα;

Τό βάπτισμα εἶναι τό ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τό ὁποῖο ὁ πιστεύων στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ἄνθρωπος βαπτιζόμενος μέ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση σέ ἁγιασμένο ὕδωρ καί στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἀπό τή μιά μεριά ἐλευθερώνεται ἀπό τό σῶμα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς τῆς ὀφειλόμενης σ’ αὐτή, ἀπό τήν ἄλλη δέ ἀναγεννᾶται πνευματικά σέ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καί ζωή, γίνεται υἱός τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Κατά τό βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει τόν παλαιό᾿Αδάμ καί ντύνεται τό Χριστό, ἀποκτώντας καθαρή καί ἄσπιλη τή θεία εἰκόνα μέ τήν ὁποία  πλάστηκε ἀπό τό Θεό καί τήν ὁποία ἀχρείωσε ἡ ἁμαρτία .
Παρ’ ὅλα τοῦτα καί κατά τρόπο μυστηριώδη καί ἀνεξήγητο ἡ ἁμαρτητική ἐπιθυμία καί ὁρμή ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν καί στό βαπτισθέντα, χωρίς ὅμως νά καταλογίζονται σάν ἁμαρτία στή φύση πού ἐλευθερώθηκε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἐνῶ ἡ ἴδια ὁρμή στόν ἀβάπτιστο πού ἔχει ψυχή μολυσμένη ἀπό τήν ἀδαμική παράβαση, καταλογίζεται ὡς ἁμαρτία. ῾Η μετά τό βάπτισμα παρουσία τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς ἀποτελεῖ προφανῶς μέσο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἀποτελούσα κίνητρο ἀγώνων τοῦ ἀναγεννημένου κατά τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας καί μέσο ἠθικῆς καί πνευματικῆς ἐμπεδώσεως καί τελειώσεως. ῾Η ἀδιαφορία ὅμως ἔναντι τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει τό βαπτισθέντα σέ πτώσεις ἠθικές καί στήν ἀπώλεια τῆς αἰώνιας ζωῆς . Τό βάπτισμα εἶναι τό μυστήριο διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίσημα μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά μετέχει καί τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων.
Καί μιά τελευταία λέξη. ῞Οπως τ’ ἀποτελέσματα τῆς δικαιώσεως εἶναι καί ἀρνητικά  καί θετικά, δηλαδή ἀπό τή μιά μεριά κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τήν ἄλλη πνευματική ἀναγέννηση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, τά ἴδια ἀποτελέσματα ἔχει καί τό ἱερό βάπτισμα, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, τό ὁποῖο εἶναι καί τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως.

῎Εχει θεία σύσταση τό βάπτισμα;

῎Εχει καί μάλιστα τέτοια πού νά μήν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀμφισβητήσει. Διότι τό βάπτισμα τό ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάστασή του, ὅταν ἐμφανισθείς στούς μαθητές τούς ἔδωσε ἐντολή νά μεταφέρουν τήν πίστη σέ ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς καί νά βαπτίζουν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ὅτι αὐτός πού θά πιστέψει καί θά βαπτιστεῖ θά σωθεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θ’ ἀπιστήσει θά κατακριθεῖ. ῾Η γνώμη ὅτι τό βάπτισμα συνεστήθη πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση, ὅταν ὁ Σωτήρας βαπτίσθηκε στόν ᾿Ιορδάνη  ἤ ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά βαπτίζουν ἤ, τέλος, κατά τό νυχτερινό ἰδιωτικό διάλογο πού εἶχε μέ τό Νικόδημο, εἶναι ἀστήρικτη καί ἀβάσιμη. ῞Ενεκα τῆς ἀναντίλεκτης σύστασής του ἀπό τόν Κύριο τό βάπτισμα ὀνομάζεται μυστήριο «κυριακόν».

Τό βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;

Ναί, εἶναι. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος πού κουβαλάει μέσα του τή νέκρωση τῆς φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό καί νά ζήσει στήν αἰώνια θεία βασιλεία. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι σέ ἔκτακτες περιπτώσεις ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά χορηγήσει τή σωτηρία, παρακάμπτοντας τόν κανονικό ἀγωγό τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος. Αὐτό βέβαια ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε καί πολύ λιγότερο δέν μποροῦμε ν’ ἀμφισβητήσουμε. Τήν ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος ὡς μέσου σωτηρίας βλέπουμε στά λόγια τοῦ Σωτῆρος στή συνομιλία πού εἶχε μέ τό Νικόδημο· «᾿Αμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»213.
Στό αὐτό πνεῦμα κινοῦνται καί οἱ λόγοι ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ ὁποῖος διαστέλλοντας τό δικό του βάπτισμα στόν ᾿Ιορδάνη «ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν» ἀπό τό λυτρωτικό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, τόνισε ὅτι «αὐτός -δηλ. ὁ Κύριος- ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί»214. Τήν ἴδια ἔννοια ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ βαπτίσματος ὡς «λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινίσεως Πνεύματος ῾Αγίου»215, ὡς λουτροῦ δηλ. μέ τό ὁποῖο ὁἄνθρωπος γίνεται πάλι ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση του καί ἀνακαινίζεται ἀπό τήν παλαιότητα τῆς ἁμαρτίας στήν ὁποία ὑποδουλώθηκε διά τῆς παρακοῆς τοῦ᾿Αδάμ· ὡς φωτισμοῦἤ φωτίσματος216, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού νά μπορεῖ νά ζεῖὡς «τέκνον φωτός»217. Στό πνεῦμα αὐτό οἱ κατηχούμενοι καλοῦνταν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οἱ νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» καί τό βάπτισμα «ἔνδυμα φωτεινόν».
Ποιά ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;
Τά νήπια βαπτίζονται γιά νά καθαρθοῦν ἀπό τό μολυσμό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί νά εἶναι εὔθετα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἡ παρουσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στά νήπια, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες, τά ἐμποδίζει νά γίνουν μέτοχα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά ν’ ἀποφευχθεῖ δέ τό θλιβερό ἐνδεχόμενο νά πεθάνουν ἀβάπτιστα, εἰσήχθη πολύ νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, πού στήν ἐποχή τῶν αἱρέσεων ἦταν ἰσχυρό ὅπλο κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού δίδασκε ὅτι διά τῆς παραβάσεως τοῦ προπάτορα ἡ φύση δέν ἔπαθε καμιά οὐσιαστική ζημία ἀπό τήν ἁμαρτία. Στήν ἁγ. Γραφή δέν ὑπάρχει βέβαια ἄμεση μαρτυρία περί τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ· ὑπάρχουν ὅμως ἔμμεσες μαρτυρίες καί ἐνδείξεις σέ ὅσα λέγονται περί βαπτίσματος ὁλόκληρων οἴκων, στούς ὁποίους εἶναι λογικό νά ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπῆρχαν καί μικρά παιδιά.
῾Υπάρχει βέβαια ἡ αἰτίαση κατά τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ὅτι στά νήπια ἐλλείπει ἡ πίστη πού εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος λήψεως τοῦ βαπτίσματος, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος· «῾Ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». Αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχει δέ καμία ἀμφιβολία ὅτι τό τέλειο βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται μέ πίστη στό Σωτήρα καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας τῆς μυστηριακῆς τελετῆς, δηλαδή τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. ᾿Εντούτοις ἡ ἔλλειψη τῆς πίστεως δέν παρακωλύει τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς χάριτος στά τρυφερά νήπια, στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς ἁμαρτίας πού ἀποτελεῖ τό κύριο ἐμπόδιο ἐπενέργειας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;
Ναί, εἶναι τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀναπληρώσει τό κανονικόἐν ὕδατι βάπτισμα. Στήν ᾿Εκκλησία μας ὑπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ ἀληθεῖς μάρτυρες τῆς πίστεως, ὅσοι δηλαδή ἑκουσίως καί ἀπό ἀγάπη ὑφίστανται τό θάνατο ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς τους πίστεως, εἶναι δυνατό, εἴτε βαπτισμένοι εἴτε ὄχι, νά δικαιωθοῦν καί νά κερδίσουν τήν αἰώνια ζωή. Μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή προσάγονται συνήθως οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί· «῞Ος γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν». Κατά τόν Κυπριανό τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου εἶναι τό μέγιστο καί ἐνδοξότατο τῶν βαπτισμάτων. Τήν πεποίθηση τῆς ᾿Εκκλησίας στό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει ἡ ἑορτή τῶν νηπίων τῶν σφαγιασθέντων ἀπό τήν ῾Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).
Τί εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;
Τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας (εἶναι δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, ἄγνωστο στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Κατά τήν ἐν Τριδέντῳ σύνοδο τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἀπαλείφεται ἄνευ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἤ τοῦ πόθου γι’ αὐτό. Κατά τή θεωρία αὐτή, ὅσοι  ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά βαπτισθοῦν, διά πολλούς ὅμως λόγους δέν μποροῦν νά πραγματοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τους αὐτή, μπορεῖ νά τύχουν τῆς δικαιώσεως δυνάμει τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀγάπης, τίς ὁποῖες προϋποθέτει ὁ πόθος πρός τό Χριστό καί τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Από τή Γραφή προσάγονται ὡς μαρτυρίες τά χωρία· Λουκ. 7,47· «Οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ»· καί᾿Ιωάν. 14,21· «῾Ο δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῶ ἐμαυτόν». ῞Οτι ὅμως τά χωρία αὐτά, ὁμιλοῦντα γενικῶς περί ἀγάπης δέν μποροῦν νά στηρίξουν τό δόγμα περί τοῦ βαπτίσματος τῆς ἐπιθυμίας εἶναι φανερό, τόσο περισσότερο ὅσο σιγοῦν σχετικῶς οἱ πηγές τῆς ᾿Αποκαλύψεως. ῾Ο ἱερός μάλιστα Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐκφράζεται κατ’ αὐτοῦ.

Ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;

Τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πολύ δύσκολο καί δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό ἀπό τήν ὀπτική γωνία τῆς γῆς. Μόνο στήν ἄλλη ζωή θά τό ἐννοήσουμε, ὅπως γενικότερα θά ἐννοήσουμε καί τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετά τό θάνατο. Τό ζήτημα τῆς τύχης τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἀνάγεται τελικά, στήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ τή ζωή καί τό θάνατο ὅλων τῶν λογικῶν πλασμάτων του.
Τό ἐρώτημα πού θέσαμε εἶναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικές προτάσεις ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους· πρῶτον, τά νήπια πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἐπειδή φέρουν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί δεύτερον, τά αὐτά νήπια ἐπειδή δέν ἔχουν προσωπικές ἁμαρτίες δέν μποροῦν νά ἐξακοντισθοῦν στήν αἰώνια κόλαση. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει· «Τούς δέ (τά νήπια πού πέθαναν ἀβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ ὡς ἀσφραγίστους μέν ἀπονήρους δέ, ἀλλά παθόντας μᾶλλον ἤ δράσαντας». Νά ὑποθέσουμε ὅτι τά ἀβάπτιστα νήπια βρίσκονται ἐνδιάμεσα μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως (ὑπάρχει μιά τέτοια ἐνδιάμεση κατάσταση;) ἤ ὅτι ὑφίστανται ἐλαφρότατες βασάνους;
᾿Εν πάσῃ ὅμως περιπτώσει θεωρίες πού διατυπώνονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους πρός ἐξοικονόμηση τῆς δυσχέρειας, ὅτι οἱ προσευχές τῶν γονέων μποροῦν νά σώσουν τά ἀβάπτιστα νήπια ἤ ὅτι αὐτά, ἀποκτῶντα συνείδηση, μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός τό βάπτισμα, εἶναι θεωρίες ἀλλόκοτες καί ἀστήρικτες πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τήν περί βαπτίσματος διδασκαλία τῆς πίστεως.
Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Τά περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος διδάγματα τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἀνάλογα πρός τίς περί προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες ἀντιλήψεις τους. ᾿Ενῶ γιά μᾶς τό βάπτισμα καταργεῖ τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή τοῦ βαπτιζομένου ἀναγεννώντας καί ἀναπλάσσοντας αὐτόν (τό ἴδιο παρατηρεῖται καί στή δικαίωση), κατά τούς Προτεστάντες, τό μυστήριο δέν ἐξαλείφει τήν οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλ’ ἁπλῶς αἴρει τήν ἐνοχή τήν ὀφειλόμενη τόσο σ’ αὐτόὅσο καί στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν βαπτιζομένων, χωρίς ὡστόσο νά καθιστᾶ ἅγιο καί δίκαιο τόν ἄνθρωπο, ἐνισχύοντας ἁπλῶς τήν πίστη του κι ἐξασθενώντας τήν ὑφιστάμενη ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο συγχωρεῖται ὄχι γιά νά μήν ὑπάρχει, ἀλλά γιά νά μήν καταλογίζεται.
Οἱἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῎Οχι μόνο διαστρεβλώνουν τήν ἀληθινή n ἔννοια τῆς δικαιώσεως (ἄρση τῆς ἁμαρτίας καίἀναγέννηση), ἀλλ’ ἔρχονται σέἀντίθεση πρός τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς κατά τήν ὁποία τό βάπτισμα εἶναι «λουτρόν παλιγγενεσίας». ῾Ο ὅρος αὐτός ἐκφράζει θαυμάσια τήν οὐσία τοῦ βαπτίσματος. Τό βάπτισμα κάνει τόν ἄνθρωπο νέα γένεση, τοῦ χαρίζει καινούργια πνευματική ὕπαρξη, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, τό δηλητήριο τῆς φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Τό βάπτισμα κατά τούς Διαμαρτυρομένους δέν ἐπαναλαμβάνεται. Σ’ αὐτό συμφωνοῦν μέ τούς ᾿Ορθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς. ῞Ομως ἡ μήἐπανάληψη αὐτή δέν ὀφείλεται στή μοναδικότητα τῆς πνευματικῆς γεννήσεως πού μόνο μιά φορά γίνεται (ὅπως καίἡ φυσική γέννηση) οὔτε στόὅτι τό μυστήριο φέρει χαρακτήρα ἀνεξάλειπτο (Δυτικοί), ἀλλά στήν εἰδική συνθήκη πού δημιουργεῖται στό βάπτισμα μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπου, ἡὁποία ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετακίνητη καί ἀνεπανάλειπτη.
῞Οσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων δέχονται τό μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος ἀποδέχονται καί τόν νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αὐτόὅμως δέν γίνεται χωρίς ἀντίφαση πρός τή θεμελιώδη προτεσταντική ἀρχή περί πίστεως, ὡς τῆς μόνης δυνάμεως πού προσδιορίζει τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Πῶς μπορεῖ νά ἐνεργήσει τό βάπτισμα στά νήπια, τάὁποῖα στεροῦνται λόγου καί πίστεως; Πρός ἐξοικονόμηση τοῦ πράγματος διατυπώθηκαν ἀλλόκοτες θεωρίες· ὅτι τά νήπια πού εἶναι εὐάρεστα στό Θεό καί προστατεύονται ἀπό τούς ἀγγέλους, πιστεύουν κι αὐτά χωρίς νά κατανοοῦν τό Θεό, ὅπως ὁ Δαβίδ στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἐξεδήλωνε τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό καίὁ Βαπτιστής ᾿Ιωάννης σκιρτοῦσε ὁμοίως στήν κοιλιά τῆς ᾿Ελισάβετ, ὅταν αὐτή ἄκουε τό χαιρετισμό τῆς Παρθένου Μαρίας. ῎Αλλωστε ἡ πίστη δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος καμιά φορά τήν ἐμποδίζει, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Τέλος ὅσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, ᾿Αρμινιανοί, Μεννωνίτες, ᾿Αναβαπτιστές) ἀπορρίπτουν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματος, φρονοῦντες ὅτι εἶναι ἁπλή τελετή ἱδρυθείσα ὄχι ἀπό τόν Κύριο ἀλλάἀπό τούς ᾿Αποστόλους γιά τούς ἐξ ᾿Ιουδαίων καί ἐθνικῶν ἐπιστρέφοντας τῶν ὁποίων ἐδήλωνε δημόσια τήν εἴσοδο στήν ᾿Εκκλησία, ἤ εἶναι ἁπλή εἰκόνα τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καί φραγίδα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν στούς πιστεύοντες καί μετανοοῦντες, συναπορρίπτουν ὅλοι τόν νηπιοβαπτισμό, τοῦὁποίου δέν κατανοοῦν τή φύση καί τούς σκοπούς.
Εἶναι σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;
῎Οχι, δέν εἶναι. Διότι, κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό βάπτισμα γιά νά εἶναι ἔγκυρο καί κανονικό, πρέπει νά γίνεται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος καί διά τριπλῆς καταδύσεως σέὕδωρ «εἰλικρινές», δηλαδή ἀμιγές καί καθαρό. ῎Αν λείπει ἕνας ἀπό τούς ὅρους αὐτούς τό μυστήριο εἶναι ἄκυρο. ῾Ως πρός τόν δεύτερο ὅμως ὅρο, δηλαδή τήν τριπλή κατάδυση, δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία μεταξύ τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν.
Τό ρῆμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. ᾿Από ἀρχαιοτάτων δέ χρόνων στήν ᾿Εκκλησία τό βάπτισμα ἐτελεῖτο διά τριπλῆς καταδύσεως σέὕδωρ. Τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Εκκλησίας μαρτυροῦν τά σωζόμενα βαπτιστήρια, εἰδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως τοῦ ναοῦ, στά ὁποῖα βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι. ῾Ομοίως μαρτυρεῖ ἡ πράξη τῶν ἀποσχισθεισῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ᾿Αρμενίων, Κοπτῶν καί᾿Αβυσσηνίων, πού τελοῦν τό βάπτισμα διά καταδύσεως. Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας στάἔργα τους δέν μνημονεύουν ἄλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε τό ἔκτακτο καί κατ’ οἰκονομία βάπτισμα τῶν κλινικῶν, δηλαδή τῶν ἀσθενῶν πού, καθηλωμένοι στό κρεβάτι, δέν μποροῦσαν νά μετακινηθοῦν, τόὁποῖο γινόταν δι’ ἐπιχύσεως καί ραντισμοῦ.
Στό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα στηριζόμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί προφασιζόμενοι λόγους ἀστηρίκτους, τήν τρυφερή ἡλικία τῶν νηπίων, τάὁποῖα ἄν εἶναι ἀσθενικά κινδυνεύουν κατά τήν κατάδυση, τό γῆρας τῶν λειτουργῶν μέ τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις του, τόἄτοπο τῆς γυμνώσεως προσώπων τοῦἑτέρου φύλου καί γενικά τίς δυσκολίες ἀπό τό ψυχρό κλίμα τῶν βορείων χωρῶν, ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα τόἐκτάκτως γινόμενο βάπτισμα δι’ ἐπιχύσεως εἰσήγαγαν ὡς κανονικό τῆς ᾿Εκκλησίας θεσμό. ῞Οτι ὅμως πρόκειται περίἐπιζήμιας καινοτομίας στή σειρά πολλῶν ἄλλων καινοτομιῶν τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, μετά τάὅσα εἴπαμε δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.

Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;

Ναί μπορεῖ, σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις. Τό βάπτισμα αὐτό εἶναι ὁμοίως βάπτισμα ἀνάγκης. Γίνεται δέ συνήθως ἐνόψη ἐπικείμενου θανάτου. ῞Οταν, λόγου χάρη, ἕνα ἀβάπτιστο παιδίἀσθενήσει ξαφνικά καί κινδυνεύει νά πεθάνει, τότε μπορεῖ νά τό βαπτίσει καί λαϊκός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, κατά κανόνα ὅμως ὀρθόδοξος. Τό βάπτισμα μπορεῖ νά τό κάνει σέ νερόἁπλό καί φυσικό, κάνοντας τίς τρεῖς καταδύσεις καί λέγοντας τά καθιερωμένα λόγια· «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος (ἤἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ τάδε... εἰς τόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀμήν». ᾿Ελλείψει ὕδατος τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα). Καί στίς δύο περιπτώσεις (κυρίως ὅμως στήν πρώτη) τό βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο καί δέν μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ, ὅταν παρέλθει ὁ κίνδυνος θανάτου.
Τό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα τελεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, διευρύνουσα ὅμως τόν κύκλο τῶν προσώπων πού μποροῦν νά τό ἐπιτελέσουν. Σέ ἀντίθεση μέ τή δική μας ᾿Εκκλησία πούἐπιτρέπει τήν τέλεσή του μόνο σέὀρθόδοξους λαϊκούς, ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία τό ἐπιτρέπει καί σέ μή χριστιανούς, σέ᾿Ιουδαίους καί σέἐθνικούς. ῞Οτι ὅμως μιά τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τή «λογική» καί τόν φυσικό κύκλο τῶν μυστηρίων, εἶναι ἄκρως μηχανική, εἶναι προφανές καί αὐτονόητο.
Καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος ἀπό πρόσωπα λαϊκά, ἐκτός ἀπό τούς Καλβινιστές, οἱὁποῖοι, ἀποδεχόμενοι ὅτι ὁ Θεός σώζει καί χωρίς τό βάπτισμα τούς προορισμένους στήν αἰώνια ζωή, δέν δίνουν καμιά σημασία στόἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;
῞Οπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, ὁ τελετουργός τῶν μυστηρίων εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁἱδρυτής αὐτῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο ἱερέας εἶναι ἁπλόὄργανο διά τοῦὁποίου ἐπιτελοῦνται τά μυστήρια.
Στό πνεῦμα αὐτόὁὀρθόδοξος ἱερέας κρύβει ἐπιμελῶς τό πρόσωπό του κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ τύπο παθητικό (σέ τρίτο ἑνικό πρόσωπο) ὅπως· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί χρίεται, ἀρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ.λ.
᾿Αντίθετα στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ὁ λειτουργός φέρεται νά τελεῖὁἴδιος τά μυστήρια, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο, ὅπως· ἐγώ σέ βαπτίζω, σέ χρίω κ.ο.κ. Τό ὕφος αὐτό εἶναι ἐκφραστικό τοῦ ὀξέος χωρισμοῦ τοῦ κλήρου ἀπό τόν λαό, πού παρατηρεῖται στή Λατινική᾿Εκκλησία.


Ο Γάμος


-Γιατί ὀνομάζουμε τό γάμο μυστήριο; Τί τό μυστηριῶδες ἔχει;

Δέν τό ὀνομάζουμε μυστήριο ἐπειδή ἔχει κάτι τό ἀκατανόητο, ὅπως ἡ κοινόχρηστη σημασία ὑπονοεῖ. Μυστήριο εἶναι κάθε συνάντηση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, δηλαδή Θεοῦ ἀπό τή μία καί ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄλλη. Καί στόν ἐκκλησιαστικό γάμο ἔχουμε μιά τέτοια συνάντηση, μᾶλλον μιά ἕνωση, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι μυστήριο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῡ ἤ ἡ Θεία Λειτουργία. Φυσικά μία τέτοια συνάντηση ὑπερβαίνει τή δυνατότητα τοῦ μυαλοῦ μας νά τήν κατανοήση πλήρως.

-Μπορεῖτε νά ἐξηγήσετε περισσότερο πῶς συναντᾶται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο στόν γάμο;

Ὅπως ἀκριβῶς στή Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ προσφέρουμε τά ὑλικά δῶρα μας (ψωμί καί κρασί) στόν Θεό καί Αὐτός μᾶς τά ἐπιστρέφει ἁγιασμένα, ὡς Θεία Κοινωνία. Ἔτσι καί στόν γάμο προσφέρουμε τήν ἕνωσή μας στόν Θεό καί τήν λαμβάνουμε πίσω ἁγιασμένη.

-Αὐτό τί σημαίνει στήν πράξη;

Γιά νά τό ἀντιληφθῆτε χρειάζεται νά θυμηθεῖτε τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού διαβάζεται στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου. Πρόκειται γιά τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε στήν Κανᾶ. Ὅπως θά θυμᾶστε, ὅταν τελείωσε τό κρασί ὁ Χριστός ζήτησε νά γεμίσουν ἕξη πέτρινες στάμνες μέ νερό καί κατόπιν νά τό σερβίρουν. Ἦταν πιά κρασί καί ὁ γαμπρός ἀπόρησε. Κάλεσε τόν ὑπεύθυνο τοῦ τραπεζιοῦ καί τοῦ εἶπε: "Ὅλος ὁ κόσμος βάζει στήν ἀρχή τό καλύτερο κρασί καί κατόπιν τό κατώτερο. Σύ γιατί κράτησες τό καλό γιά τό τέλος;" (Ἰωάν. 2, 1 -11).
Τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ὀνομάζονται σημεῖα, δηλαδή σημάδια μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Κύριος μᾶς δείχνει ποιά εἶναι ἡ φυσική φορά τῶν πραγμάτων χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦκαί ποιά μέ αὐτήν. Χωρίς τή συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν γάμο, ἡ φυσική του πορεία εἶναι νά φθίνη καί νά κουράζεται. Ὅταν πραγματοποιηθῆ ἡ ἕνωση αὐτή, ὁ φυσικός δεσμός ἐνσωματώνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία καί λαμβάνει δυναμισμό ἀπροσμέτρητο.

-Καί τόσοι γάμοι ἀνθρώπων πού δέν συνδέονται ἐνεργά μέ τήν Ἐκκλησία ἤ πού τελοῦν πολιτικό γάμο; Εἶναι καταδικασμένοι σέ φθορά καί συμβατικότητα; Ἡ πραγματικότητα δέν τό ἐπικυρώνει αὐτό.

Πολύ σωστά. Στήν περίπτωση αὐτή ἀπομένουν οἱ φυσικές δυνατότητες καί οἱ καλές προθέσεις. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν βιώνουν τό γάμο ὡς μυστήριο εἶναι ἐνδεχόμενο νά διαθέτουν πολλές φυσικές δυνατότητες καί πολύ καλές προθέσεις. Ὅμως χωρίς τή συνάντηση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτές δέν γονιμοποιοῦνται. Στηρίζονται βέβαια στήν ἀγωνιστικότητα τῶν δύο συζύγων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀξιοπρόσεκτη, μπορεῖ ὅμως καί νά ἐξαντληθῆ.

-Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἀπών ἀπό ἕνα τέτοιο γάμο;

Ὄχι βέβαια. Ὁ Θεός εἶναι παρών σέ κάθε καλή ἀνθρώπινη προσπάθεια καί τήν στηρίζει. Αὐτό συμβαίνει καί μέ μή Χριστιανούς· πολύ περισσότερο μέ βαπτισμένους. Δέν περιμένει νά Τόν ἐπικαλεσθοῦμε γιά νά σπεύση σέ βοήθεια. Ὅμως, γιά νά καταλάβουμε τή διαφορά πρέπει νά ἀνατρέξουμε πάλι στο ἀρχέτυπο τῶν μυστηρίων τή Θεία Εὐχαριστία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται στή ζωή τους νά διορθωθοῦν, ἤ ἄλλοι ἐπικαλοῦνται τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά κοινωνοῦν Σῶμα Του καί Αἷμα Του. Δέν εἶναι τό ἴδιο. Μέ τή Θεία Κοινωνία ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται νά ἐνσωματωθῆ στόν Χριστό ψυχοσωματικά "εἰς ζωήν αἰώνιον " ὄχι γιά νά γίνη ἁπλῶς καλός ἄνθρωπος ἀλλά γιά νά ἁγιαστῆ καί νά ζήση αἰώνια μαζί Του.
Τό ἴδιο καί στόν ἐκκλησιαστικό γάμο. Αὐτός πού προσέρχεται μέ ἐπίγνωση δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά Τοῦ ζητᾶ νά ἐσωματώση τήν ἀγάπη του στή δική Του ἀγάπη, νά κάμη τήν ἀγάπη τῶν δύο νά ἀποκτήση μιά ἄλλη ποιότητα πέρα ἀπό τή φυσική, ἀλλά καί νά ζήση αἰώνια. Θυμηθῆτε τή φράση πού λέγει ὁ ἱερέας στό τέλος τοῦ ἀρραβῶνα: "Βεβαίωσον αὐτούς τῇ παρά Σοῦ ἁγίᾳ ἑνότητι", καθώς καί τήν ἄλλη στό τέλος τοῦ γάμου: "Ἀνάλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου, ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων." Ἔτσι ὁ γάμος παίρνει κοσμολογικές καί ὀντολογικές διαστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος φανερώνει ἐπάνω τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου: τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

-Ἡ ἐμπειρία ὅλων μας λέγει πώς ἡ πλειονότητα ὅσων τελοῦν ἐκκλησιαστικό γάμο μᾶλλον δέν σκέπτεται ἔτσι. Ὁ νοῦς τους βρίσκεται στά ἐξωτερικά στοιχεῖα, πού ἄλλωστε δίνουν καί τήν λαμπρότητα.

Αὐτό εἶναι τό θλιβερό γεγονός τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἡ Ἐκκλησία ὑποχωρεῖ στόν κόσμο καί ἀφήνεται νά πάρη τό ἦθος του. Δέν ἀρνεῖται κανείς τό χαρμόσυνο χαρακτήρα τοῦ γάμου, ἀλλά ἡ πραγματική λαμπρότητα βρίσκεται σέ αὐτό ποῦ ζῆ ἐσωτερικά ὁ πιστός, στό "ἄν τό μυστήριο τελεσιουργῆται πράγματι μέσα του. Στόν ψαλμό 44 διαβάζουμε: "Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ βασιλέως ἔσωθεν" (στίχος 14). Δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, ἡ δόξα καί λαμπρότητα τῆς Ἐκκλησίας (θυγατέρας του Θεοῦ - Πατέρα, ἀφοῦ νυμφεύεται τόν Υἱό Του) εἶναι ἐσωτερική, διότι μέσα στό μυστήριο τῆς ἐσωτερικότητας λαμβάνουν χώρα τά σημαντικά.
Ἐπαναλαμβάνω: αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά ἀρνηθοῦμε τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ γάμου, διότι περί γιορτῆς πρόκειται. Ἄλλωστε καί ἡ λαογραφική μας παράδοση τά διαθέτει πλούσια. Σημαίνουν ἁπλῶς πώς ἡ μάχη θά δοθῆ μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Στό τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσέρχεται κάποιος στό μυστήριο. Ἄν προσέλθη μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού περιγράψαμε, τότε ἀξιοποιεῖ τή συνάντηση καί ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἄν ὄχι, τότε ἡ Χάρη του Θεοῦ δέν ἐνεργεῖ.

-Δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀλλάζει αὐτόματα τόν ἄνθρωπο.

Ἀκριβῶς, Ἄν τόν ἄλλαζε αὐτόματα παρά τή βούλησή του, θά εἴχαμε μαγικοῦ τύπου δράση. Ὁ Θεός συνεργάζεται μέ μᾶς. Γι' αὐτό καί πλῆθος γάμων πού τελοῦνται στήν Ἐκκλησία ἀποτυγχάνουν. Διότι οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν μόνο στό φολκλορικό μέρος στή "συσκευασία" ἤ μόνο στο πρακτικό - ὀργανωτικό.

-Πάντως μοῦ κάνει ἐντύπωση ὁ παραλληλισμός τοῦ γάμου μέ τή Θεία Λειτουργία. Ὑπάρχει καί ἡ σεξουαλικότητα πού ὁ περισσότερος κόσμος θεωρεῖ ἁμαρτωλή, ἤ τουλάχιστον ἀσυμβίβαστη μέ τά ἅγια πράγματα. Εἶναι γνωστή ἡ εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιά τά σεξουαλικά. Μήπως ἡ Ἐκκλησία ἔκαμε τόν γάμο μυστήριο ἁπλῶς καί μόνο προκειμένου νά περιορίση τίς σεξουαλικές παρεκτροπές; Μήπως προτίμησε τόν συμβιβασμό γιά νά ἀποφύγη χειρότερα;

Φυσικά ἔχει καί τέτοιες λειτουργίες ὁ γάμος (ἠθικοποίηση τῆς συμπεριφορᾶς, σταθερότητα τῆς κοινωνίας κ.ἄ.) ἀλλά τίς διαθέτει γενικά ὡς κοινωνικός θεσμός. Κάθε εἴδους γάμος (πολιτικός θρησκευτικός ἄλλων θρησκειῶν) ἐπινοήθηκε γιά νά μειωθῆ ἡ ἀπληστία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά δημιουργηθῆ κατάλληλο περιβάλλον γιά τό μεγάλωμα τῶν παιδιῶν, γιά νά τιθασευθοῦν φυγόκεντρες καί διαλυτικές τάσεις. Αὐτές εἶναι φυσικές λειτουργίες. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀγνοεῖ τό φυσικό ἀλλά τό ὑπερβαίνει. Ἐνδιαφέρεται γιά ἐκεῖνο πρός τό ὁποῖο δείχνει τό φυσικό.

Γιά παράδειγμα, φυσική εἶναι ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιά συντροφικότητα. Ὁ Θεός τήν ἀποδέχεται καί τήν εὐλογεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς (Γένεση 1, 27 -28 καί 2, 18 -24). Ἔρχεται ὅμως τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τοῦ μυστηρίου (Ἐφεσίους 5, 20 -33) νά παραλληλίση τό δεσμό τῶν δύο ἀνθρώπων μέ τήν ἕνωση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Ἀπό παλιά, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός χρησιμοποίησε σάν ἀνάλογο γιά νά δείξει τή σχέση Του μέ τούς ἀνθρώπους τόν ἐρωτικό δεσμό (Ψαλμοί 44, 12 Ἱερεμίας 3, 6-9 Ἠσαίας 54, 1 10 καί 62, 4 -5 Ἰεζεκιήλ 16, 163 καθώς καί ὁλόκληρο τό Ἆσμα Ἀσμάτων . Βλ. ἐπίσης στήν Καινή Διαθήκη: Ἰωάννη 3, 29- Ματθαίου 9, 15 καί 22, 114 -Β Κορινθίους 11, 2 -Ἐφεσίους 5, 26-27 Ἀποκάλυψη 21, 9 καί 22, 17). Καί οἱ Πατέρες στή συνέχεια μεταχειρίσθηκαν αὐτό τό παράδειγμα (Κλῖμαξ, λόγος 30, 5).
Ἀντιλαμβανόμαστε πόσο τιμοῦν τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα αὐτές οἱ παρομοιώσεις. Ἡ ἐρωτική συντροφικότητα ἀντιμετωπίζεται ὡς πρωτογενής καί θεμελιώδης ἀνθρώπινη λειτουργία. Αὐτό βέβαια τό πιστεύουν καί ὅσοι βλέπουν τόν γάμο ἀνθρωποκεντρικά. Ἐπί πλέον, ὅμως, ἐδῶ παίρνει νόημα ἀπο τήν οὐράνια πηγή της καί γίνεται στή συνέχεια νοσταλγία της. Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι "ὁ Θεός τούς ἔρωτας τούτους ἐγκατέσπειρε" ( Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος) ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά καταξιώνεται καί νά συμπληρώνεται, τούς ἔκαμε καί σκαλοπάτια μέ τό ὁποῖα θά ἀνάγεται πρός τά ἀνώτερα καί ἐπουράνια. Ὄχι φυσικά μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτόματα ἡ ἐρωτική ζωή ἀνεβάζει πνευματικά τόν ἄνθρωπο (μέ τήν κακή χρήση της μπορεῖ, ἀντίθετα νά ξεπέση, ) ἀλλά ὅτι ὅταν ὑπάρχει πνευματική ζωή τό γεγονός τοῦ ἔρωτα λειτουργεῖ καί ὡς κίνητρο γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό: ἀφοῦ εἶναι τόσο ἰσχυρός ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, μπορεῖ κανείς νά φανατασθῆ τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό πόσο σφοδρός μπορεῖ νά γίνη. Ἐκτός αὐτοῦ, μέ τήν διαπροσωπική σχέση ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει ν' ἀνοίγεται στόν ἄλλο καί νά κοινωνεῖ μαζί του· χωρίς αὐτή τή βασική προϋπόθεση ἀδυνατεῖ κάποιος νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό.
Στήν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἀφάνταστα τόν ἔρωτα καί τόν γάμο καί μόνο σέ αὐτή τή βάση μπορεῖ κάποιος νά καταλάβη τίς "ἀπαγορεύσεις" της. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μέτρα προστασίας αὐτῶν τῶν θεϊκῶν δώρων, ὅπως κάποιος προστατεύει τή φλόγα τοῦ κεριοῦ του νά μήν τή σβήση ὁ ἄνεμος, ἤ ὅπως ὑποβάλλεται σέ στερήσεις ὁ ἀθλητής προκειμένου νά γευθῆ τή χαρά τῆς νίκης. Τό ἀρχικό κεφάλαιο τοῦ ἔρωτα χρειάζεται νά αὐξηθεῖ καί νά μεταμορφωθῆ, ὄχι νά ἀναλωθῆ ἀπερίσκεπτα ὅπως συχνά συμβαίνει.
Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι γεγονός ὅτι διάφορα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δυστυχῶς δέν συμμερίζονται τή ζωηφόρο Θεολογία της, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε γιά διάφορους προσωπικούς λόγους. Γονεῖς πού βασανίζονται ἀπό τόν πουριτανισμό τους καί δέν χάρηκαν τόν ἔρωτα ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί κατηχητές πού δέν διδάχθηκαν σωστά τήν Ἀλήθεια ἤ πού παρανόησαν τήν Ὀρθόδοξη ἄσκηση, ὅλοι αὐτοί συμβάλλουμε συχνά στήν ἀποξένωση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἀφοῦ τόν ἐξωθοῦμε νά τή βλέπη σάν τόν θεματοφύλακα τοῦ πουριτανισμοῦ.

-Αὐτή ἡ ἀποκρουστική κατάσταση συνυπάρχει μέ τή σεξουαλική ἀσυδοσία τοῦ καιροῦ μας, ὅπως ἐκφράζεται στά ἔντυπα καί στά μέσα ἐνημέρωσης.

Πολύ σωστά τό ἐπισημαίνετε. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος βρίσκεται ἐγκλωβισμένος ἀνάμεσα στά δύο δεινά: στή φοβία τοῦ παρελθόντος καί στήν σύγχρονη ἐμπορευματοποίηση. Ἡ πρώτη τόν ἐμποδίζει νά χαρῆ μέ εὐχαριστία τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἡ δεύτερη τοῦ τά καταπνίγει. Οἱ πολλοί ὕμνοι στόν ἔρωτα σήμερα δέν εἶναι παρά τό ἄλλοθι γιά τόν ἐξευτελισμό του. Δύσκολο νά συμπεράνουμε ποιά συμφορά εἶναι ἡ σοβαρώτερη: ἡ ἐνοχή καί τό ἄγχος γιά τόν ἔρωτα καί τό σέξ ἤ ἡ τυραννία τοῦ αἰσθησιασμοῦ πού διαστρεβλώνει καί τελικά καταστρέφει τήν ἔμφυτη ἀγαπητική δύναμη; Ἐπί πλέον ζοῦμε μέσα στόν καταιγισμό ἑνός λεξιλογίου πού συγχέει τήν σωματική ἕλξη μέ ἔρωτα καί καθιστᾶ ἀναξιόπιστα τά συναισθήματα. Ἡ ἄσκηση πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία συντελεῖ καί στό ξεκκαθάρισμα τοῦ ἐνδοψυχικοῦ κόσμου.

-Ἕνα γνωστό μου ζευγάρι πού πῆγε νά ἐξομολογηθῆ ἐπέστρεψε ἀπογοητευμένο ἐπειδή ὁ πνευματικός δέν τούς ἐπέτρεψε νά κοινωνήσουν. Αἰτία ἦταν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις τους. Ἦταν σωστό αὐτό;

Πρόκειται γιά μιά πολύ συχνή αἰτία πικρίας τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων πού καταλήγει στήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γιά νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα αὐτῆς τῆς "ἀπαγόρευσης" χρειάζεται νά θυμηθοῦμε ὅσα ἀναφέραμε ἀρχικά γιά τό μυστήριο τοῦ γάμου.
Ἡ λέξη μυστήριο προέρχεται ἀπό τό ρῆμα μυῶ πού σημαίνει εἰσάγω σέ κάτι, μεταδίδω μιάν ἀλήθεια. Αὐτός πού μυεῖται λέγεται μυημένος. Τό πρωταρχικό νόημα, λοιπόν, αὐτῆς τῆς διαδικασίας βρίσκεται στή Θεία Λειτουργία, τό κατ' έξοχήν μυστήριο. Αὐτός πού βαπτίζεται καί χρίεται γίνεται μυημένος, μέ ἄλλα λόγια μπορεῖ πλέον νά συμμετέχη στά ἄδυτα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία) καί ἀπαντᾶ στόν ἱερέα (σήμερα τό κάνει ὁ ψάλτης ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ λαοῦ), νά ἀκούη τά λεγόμενα, νά μεταλαμβάνη Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Συναποτελεῖ μέ τούς ἄλλους πιστούς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐκείνους πού ἐνσωματώθηκαν στήν Ἀλήθεια καί στή Ζωή (πού εἶναι ὁ Χριστός: Ἰωάν. 14, 6).
Ἀπό τό γεγονός αὐτό καί μετά ὅλα εἶναι διαφορετικά, ὅλα (πρέπει νά) λαμβάνουν χώρα κάτω ἀπό τό φῶς αὐτῆς τῆς ἀσύλληπτης δωρεᾶς. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Χριστιανοῦ παίρνει νόημα ἀπό τήν ἔνταξή του στήν Ἐκκλησία. Τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνη ἔξω ἀπό τήν εὐλογία της, ὄχι διότι τό ἐπιβάλλει κάποιος κανονισμός ἤ μιά θρησκοληψία, ἀλλά διότι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τρόπο ζωῆς. Ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, γι' αὐτό καί ὑπάρχουν πλῆθος προσευχῶν καί εἰδικῶν ἀκολουθιῶν γιά ὅλες τίς δραστηριότητές της: φαγητό, ἐκπαίδευση, πολτική, μεταφορές, ἐμπόριο, γεωργία, βιομηχανία κ.ἄ. Θά ἦταν ἀδιανόητο νά ἀπουσιάζη ἡ ψυχοσωματική ἕνωση δύο ἀνθρώπων ἀπό τήν ἐκκλησιαστική εὐλογία (ἄν καί μέ τό γάμο συντρέχουν περισσότεροι λόγοι, δέν εἶναι μια ἁπλῆ δραστηριότητα).
Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἐγκράτεια πρίν ἀπό τόν γάμο παίρνει τό νόημα μιᾶς θεληματικῆς ἄσκησης προκειμένου νά παραμείνη κάποιος ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία. Μέ τό βάπτισμα καί τό χρίσμα ὁ πιστός ἀποκτᾶ τήν γενική ἱερωσύνη, τήν ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν. Μετέχοντας καί αὐτός στό ἱερατικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ (πού προσέφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς) προσφέρει καί αὐτός θυσία τήν ἄσκησή του καί κάθε εἴδους ἄσκηση (ἀφοῦ αὐτή λαμβάνει χώρα στήν ψυχή καί στό σῶμα του), στό δέ συγκεκριμένο θέμα τήν ἐγκράτεια. Ἄν ἀρνηθῆ αὐτή τήν ἄσκηση αὐτονομεῖται ἀπό τό ἐκκλησιαστιό σῶμα, διότι προηγουμένως αὐτονόμησε τήν ἐρωτική -σεξουαλική λειτουργία ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Μέ ἄλλα λόγια, τό νά μήν κοινωνήση δέν ἀποτελεῖ τιμωρία, ἀλλά φανέρωση αὐτοῦ πού ἤδη ἔχει συμβῆ μέσα του.
Βέβαια στήν πράξη πολλές φορές γίνεται ἡ λεγόμενη οἰκονομία, δηλαδή μία ἐπιεικής ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ τόσο γενικευμένου προβλήματος, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωνιστικότητα πού δείχνει ὁ πιστός. Εἶναι φανερό ὅτι ἄλλη σημασία ἔχει νά γνωρίζη κάποιος τόν στόχο καί νά ἀγωνίζεται ἀλλά μερικές φορές νά ἀποτυγχάνη στήν ἐπίτευξή του, καί ἄλλη τό νά ἀγνοῆ τόν στόχο ἤ νά τόν περιφρονεῖ κιόλας. Ἡ σημερινή δυσκολία εἶναι ἀποτέλεσμα καί τῆς διχασμένης ταυτότητας τοῦ νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος παραπαίει ἀνάμεσα σέ μιά θρησκευτικότητα παραδοσιακή καί χωρίς ἐπίγνωση καί σέ ἕνα ἡδονοθηρικό τρόπο ζωῆς, ἀγνοώντας ἔτσι τί πραγματικά εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πάντως ἕνα τέτοιο ἐπιτίμιο ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Κοινωνία μέ κανένα τρόπο δέν θά πρέπει νά γίνεται ἀφορμή νά διακόπτει ὁ πιστός τή σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία ἤ νά χαλαρώνη τήν προσευχή του καί τήν πνευματική ζωή, ὅπως δυστυχῶς συχνά συμβαίνει.

-Μήπως ξεχνᾶμε τίς σημερινές συνθῆκες ζωῆς πού τόσο ἀπέχουν ἀπό τήν παραδοσιακή κοινωνία; Καθώς ἔχει ἐμπορευματοποιηθῆ ἡ σεξουαλικότητα καί ἀπό τήν ἄλλη καθυστερεῖ ἡ ἡλικία γάμου, ὅλο καί πιό δύσκολη γίνεται ἡ προγαμιαία ἐγκράτεια.

Ἔχετε δίκιο. Θά λέγαμε ὅτι σήμερα ἡ ἐγκράτεια ἰσοδυναμεῖ μέ θαῦμα. Ἀλλά ὅπως ὅλα τά θαύματα ἀπαιτοῦν δύναμη Θεοῦ καί πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί αὐτή εἶναι ἐφικτή ὅταν ὁ ἄνθρωπος τό θελήση πολύ καί ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, ἀφοῦ ἐκκλησιολογικά μόνο δικαιώνεται αὐτή ἡ ἐγκράτεια μόνο μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ. Μόνο ἕνας συνηδειτά πιστός, πού μελετᾶ, προσεύχεται, ἐξομολογεῖται, κοινωνεῖ, εἶναι σέ θέση νά διατηρήση μέσα του μία ἀτμόσφαιρα ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί πνευματικῆς ἀγωνιστικότητας. Τό μαρτυροῦν οἱ χιλιάδες νεαρῶν πιστῶν πού τό ἐπιτυγχάνουν καί σήμερα. Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει πληθώρα βιβλίων σχετικῶν μέ τό νόημα τοῦ γάμου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει μπορεῖ νά ἐμβαθύνη. Ἄλλωστε τό σεξουαλικό ζήτημα δέν ἐξαντλεῖται στήν προγαμιαία ἐγκράτεια. Χρειάζεται μακροχρόνιος ἀγώνας ὥστε νά θέση κανείς τή λειτουργία αὐτή στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας, τῆς κατανόησης, τῆς τρυφερότητας, τῆς βαθειᾶς κοινωνίας.
Μπήκαμε σ' ἕναν καινούργιο αἰῶνα πού φιλοδοξεῖ νά καθιερώσει ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά ἱκανοποιήση κάθε φτηνή ἐπιθυμία καί γιά νά διαδώση τό ἰδανικό ἑνός "γάμου"- ἁπλοῦ συμβολαίου. Σ' ἕνα κόσμο πού κλυδωνίζεται ἀπό τήν καχυποψία καί τήν ἐχθρότητα, πού ἀποδιοργανώνεται ἀπό τόν ἡδονισμό καί τήν ἐκμετάλλευση, χρειαζόμαστε τόν ἐκκλησιαστικό γάμο περισσότερο ἀπό ποτέ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄχι ὡς ἁπλή τελετή, ἀλλά ὡς κεντρικό ἄξονα τῆς ζωῆς ἀπό τόν ὁποῖο παίρνουν νόημα ὅλες οἱ ὑπόλοιπες πτυχές της. Ὁ κόσμος δέν θά σωθῆ οὔτε ἀπό τόν ἀφελῆ ρομαντισμό τῆς δῆθεν ἀγάπης, οὔτε ἀπό τήν ἀπρόσωπη ἀπόλαυση πού ἦλθε νά τόν ἀντικαταστήση, τά ὁποῖα ἤδη κάποιοι ἐμπορεύονται. Ἐλπίδα του παραμένει ἕνας γάμος πού τρέφεται ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού διατηρεῖ ὡς ὅραμα τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πού ἀγωνίζεται (σκληρά μερικές φορές) νά μεταποιῆ καθημερινά τό φυσικό σέ θεανθρώπινο. Ἕνας γάμος πού ὑλοποιεῖ τήν αἰώνια βούληση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τρόπο τῆς σχέσης: τή βαθειά κοινωνία τῶν προσώπων.


Η Μετάνοια


Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς μετάνοιας;

Εἶναι τό μυστήριο πούἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο γιά νά καλύψει μιά βαθιάἀνάγκη τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επειδήὁἄνθρωπος μετά τό βάπτισμά του -στόὁποῖο ἔλαβε ἄφεση ἁμαρτιῶν καίἀναγεννήθηκε πνευματικά- δέν παύει νά κάνει ἁμαρτίες ὑποκύπτοντας στήν ἁμαρτητικήὁρμή τῆς φύσεως, ὁ πανάγαθος Κύριος ἵδρυσε εἰδικό μυστήριο γιά ν’ ἀντιμετωπίζονται οἱ δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, νά λαμβάνουν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων τους καί ν’ ἀπαλλάσονται ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς πού προέρχεται ἀπό τά παραπτώματά τους. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι τόἱερόἐκεῖνο μυστήριο κατά τόὁποῖο αὐτός πού μετανιώνει εἰλικρινά γιά τ’ ἁμαρτήματά του καί τάἐξομολογεῖται στόν πνευματικό τῆς ᾿Εκκλησίας λειτουργό λαμβάνει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀνακτώντας τή δικαίωση πού τυχόν ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας, γινόμενος καί πάλι φίλος καί τέκνο ἀγαπητό τοῦ Θεοῦ.
῾Η μετάνοια ὀρθῶς χαρακτηρίζεται ὡς βάπτισμα δεύτερο, γιατί σ’ αὐτήἐπαναλαμβάνονται στίς ψυχές τά σωτήρια ἀγαθά τοῦ πρώτου βαπτίσματος, ἡἄφεση δηλαδή τῶν ἁμαρτιῶν καίἡἐξάλειψη τῆς ἐνοχῆς καθώς καί τῶν ἀπορρεουσῶν ἀπό τήν ἁμαρτία ποινῶν. Οἱὀνομασίες τοῦ μυστηρίου, ἀνάλογα μέ τήν ἄποψη ἀπό τήν ὁποία ἐξετάζεται καί τάἀποτελέσματα πούἔχει, εἶναι· μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἐξαγόρευση, ὴ῏ὃὺὸὖὖἂ῏, ὰὲὖ῏῝῟ὦἂ῏ κ.ἄ.

Ποιός εἶναι ὁἱδρυτής τοῦ μυστηρίου;

῾Ιδρυτής τοῦ μυστηρίου εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τοῦτο στηρίζεται στήν ἐξουσία τοῦ «ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας», μέ τήν ὁποία ἐφοδίασε ὁ Σωτήρας τήν ᾿Εκκλησία του, ὅπως βλέπουμε στούς λόγους του πρός τόν Πέτρο· «...καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καίὅἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καίὅἐάν λύσῃς ἐπί τῆς γῆς ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»271, μάλιστα δέ σέὅσα εἶπε σέὅλους τούς μαθητές· «᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καίὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ»272· Τέλος καί σέὅσα τούς εἶπε μετά τήν ἀνάσταση, ἀποστέλλοντάς τους νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέὅλη τή γῆ· «Λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίηνται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»

273.Στό μυστήριο τῆς μετάνοιας συγχωροῦνται ὅλες οἱἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων;

Ναί ὅλες, ὅταν ὑπάρχουν φυσικά οἱἀπαραίτητες συνθῆκες, εἴτε μεγάλες εἶναι (οἱἁμαρτίες) εἴτε μικρές, εἴτε ἐλαφρές εἴτε βαριές, εἴτε συγγνωστές εἴτε θανάσιμες. ῞Οτι συγχωροῦνται καί οἱ πιό μεγάλες ἁμαρτίες εἶναι μυριόλεκτο στήν ῾Αγία Γραφή. Τοῦ ληστῆ στό σταυρό συγχωροῦνται ὅλα τάἐγκλήματα, ὅπως καί τῆς μοιχαλίδας ὁἀκάθαρτος βίος, ἐνῶὁ Παῦλος συγχωρεῖ τόν αἱμομείκτη ἀφοῦ τόν καθυπέβαλε πρῶτα σέ μετάνοια.
Εἶναι δέ γνωστόἀπό τήν ἱστορία, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πάντοτε ἀπεδοκίμαζε ὅλους ἐκείνους τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς (Μοντανιστές, Νοβατιανούς, Δονατιστές, Λουκιφεριανούς), οἱὁποῖοι, ἔχοντας αὐστηρές ἀρχές, ἀμφισβητοῦσαν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ βαριάἁμαρτήματα, ὅπως ἦταν ὁ φόνος, τά σαρκικά μολύσματα, ἡ εἰδωλολατρία καίἡἔκπτωση ἀπό τήν πίστη κατά τούς διωγμούς. Καί λέγεται μέν στή Γραφήὅτι ἡἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος δέν συγχωρεῖται οὔτε στόν παρόντα αἰώνα οὔτε καί στόν μέλλοντα· ὅμως αὐτό δέν ὀφείλεται σέἀδυναμία τῆς μυστηριακῆς χάριτος νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία αὐτή, ἀλλά στίς ὑποκειμενικές συνθῆκες τοῦ βλασφημοῦντος, ὁὁποῖος σέἔσχατη πώρωση ψυχῆς περιελθών, διασύρει βάναυσα τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καίὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά συγχωρεθεῖ.

Ποιά εἶναι τά συστατικά τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας;

Εἶναι ἡἰδίως μετάνοια καίἡἐξομολόγηση. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ τροφοδοτούμενη ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη θλίψη καί συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τή θλιβερήἁμαρτωλή της κατάσταση, μήἀποκλειομένου καί τοῦ φόβου ἐν ὄψει τῶν ποινῶν τῆς κολάσεως, μαζί μέἀπόφαση ν’ ἀπαρνηθεῖὁἁμαρτωλός τό βεβαρημένο παρελθόν του καί ν’ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς. ῾Η διαδικασία αὐτή, σαφῶς ἠθικοῦ χαρακτήρα, εἶναι ἀπαραίτητη συνθήκη γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. ῞Οπου δηλαδήὑπάρχει ἀληθής μετάνοια, ἐκεῖἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά δώσει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων. ῾Η δεύτερη δέ, ἡἐξομολόγηση274, εἶναι ἡ διά ζώσης ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, δηλαδή τοῦ λειτουργοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἐξαγόρευση ἐπιβάλλεται ἀπό τή φύση τοῦἱεροῦ μυστηρίου. ᾿Εδῶἔχουμε πνευματική νόσο, ἀσθένεια ψυχῆς. ῎Εχουμε φόρτιση συναισθηματική, ἀγωνία, ἄγχος, ἀνηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης, ἡὁποία ἐπιζητεῖἠρεμία καί γαλήνευση. ῎Εχουμε καίἰατρό πνευματικό, ὁὁποῖος εἶναι ταγμένος ἀπό τό Θεό νά γιατρεύει τά ψυχικά νοσήματα. Πῶς ὅμως ὁἱερέας θά μπορέσει νάἐκπληρώσει τό χρέος του αὐτό, νά κάνει καλά τόν ψυχικῶς ἀσθενούντα ἁμαρτωλό, ἄν ὁ τελευταῖος δέν γνωστοποιήσει σ’ αὐτόν τάἁμαρτήματά του; Πῶς θά θεραπεύσει τόν ἁμαρτωλόὁ πνευματικός πατέρας ἄν δέν διαγνώσει πρῶτα τή φύση τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, τόν πόνο καί τήν ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς, τάἐλατήρια καί τήν εἰλικρίνεια τῆς ἐξαγορεύσεως; Μήπως καίὁ φυσικός γιατρός μπορεῖ νά κάνει καλάἕναν ἄρρωστο, ἄν δέν τόν ἐξετάσει προσεκτικά κι ἄν δέν διαγνώσει τή φύση τῆς ἀρρώστιας, ὥστε νάἐπιβάλει τή δέουσα ἰατρική καί φαρμακευτικήἀγωγή;

Δέν μπορεῖὁἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νάἐξομολογεῖται στόν ἱερέα τίς ἁμαρτίες του;

῞Οτι ὁἄνθρωπος μπορεῖ καί πρέπει νά ζητεῖἀπό τό Θεόἄφεση ἁμαρτιῶν διά τῆς προσευχῆς εἶναι ἀναντίρρητο. Αὐτόἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο μιᾶς ἀληθινῆς προσευχῆς. Αὐτό μᾶς διέταξε καίὁ Κύριος, δίνοντάς μας τό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς· «Καίἄφες ἡμῖν τάὀφειλήματα ἡμῶν». Αὐτόὅμως σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νάἀντικαταστήσει τόἱερό μυστήριο τῆς μετάνοιας, ἀλλά νά γίνεται παράλληλα μέ αὐτό. ῎Αραγε νά μή γνώριζε καλά τά πράγματα ὁ Κύριος ὅταν ἵδρυε τό μυστήριο καί τό παρέδιδε στούς μαθητές του μέ τή μορφή τῆς ἐξαγορεύσεως; ᾿Αλλά καί ψυχολογικά, ὅταν ἀπευθύνουμε στό Θεό τό αἴτημα ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, μήπως ἔχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως τῆς προσευχῆς μας; Εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας; Βέβαια ὄχι. ῾Η πλήρωση ἤὄχι τοῦ αἰτήματός μας εἶναι κρυμμένη βαθιά στή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀγνοοῦμε πιστεύοντας βέβαια ὅτι θά τήν πετύχουμε.
᾿Αντίθετα, στόἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ὅταν προσερχόμαστε σ’ αὐτό καθώς πρέπει, ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ χάρη Του θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τῶν ποινῶν τῶν προσωπικῶν μας ἁμαρτημάτων. ῾Η αἴσθηση καίἡ πληροφόρηση αὐτή εἶναι ὑπέρτατο ἀγαθό, τόὁποῖο γεμίζει ἀνακούφιση, χαρά καίἀγαλλίαση τίς πονεμένες ψυχές πού μαστιγώνονται ἀλύπητα ἀπό τήν ἁμαρτία, τό φαρμάκι αὐτό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας. Νάὑποθέσουμε ὅτι οἱ αἰτιάσεις κατά τῆς ἐξομολογήσεως προέρχονται ἀπό ντροπή νά φανερώσουμε στόν ἱερέα τ’ ἁμαρτήματά μας;

Πότε παρέχεται ἡἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων;

Κατά τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἀπό τόν ἱερέα. ῞Οταν ὁ λειτουργός τῆς ᾿Εκκλησίας διαγνώσει εἰλικρινή μετάνοια στόν ἐξομολογούμενο, τότε τόν ἀπολύει ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας, διαβάζοντάς του τήν καθιερωμένη ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εὐχή. ῾Ο ἱερέας ἀπολύει τόν ἁμαρτωλό σάν κριτής, ἀσκώντας τήν ἐξουσία πού τοῦἔδωσε ὁ Θεός νά συγχωρεῖἁμαρτίες. Κάνει κάτι ἀνάλογο μέ τόν κοσμικό δικαστή, ὁὁποῖος ἔχει ἀπό τήν πολιτεία τήν ἐξουσία νά κρίνει τίς παραβάσεις τῶν νόμων ἀπό τούς πολίτες· μέ τή διαφοράὅτι, ἐνῶὁ κοσμικός δικαστής ἀθωώνει ἤ καταδικάζει τούς πολίτες, τοῦἱερέα ἡ ψῆφος εἶναι μόνο ἀθωωτική, ποτέ δέ καταδικαστική.
Καί μιά λέξη ἀκόμη· ἐνῶὁὀρθόδοξος ἱερέας, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί στήν ἰδιότητά του ὡς ἀντιπροσώπου καίὀργάνου τοῦ Χριστοῦ, τοῦἱδρυτῆ τῶν μυστηρίων, ἱκετεύει τό Θεό νά συγχωρήσει δι’ αὐτοῦ τόν ἁμαρτωλό, ὁἱερέας τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας σύμφωνα μέ τό πνεῦμα της νάἐξαίρει τόν κλῆρο ὑπέρ τό λαό, ἀπολύει τόν ἁμαρτωλό αὐτοδικαίως (ἂἆὖ῏ἢ῟ἶὸ).

Τί εἶναι τά ἐπιτίμια (ὁ κανόνας);

῾Ο ἱερέας, ὡς ἰατρός ψυχῶν, πρίν ἀπό τό μυστήριο ἤ μετάἀπό αὐτό μπορεῖ νάἐπιβάλει σ’ αὐτόν πού πρόκειται νάἐξομολογηθεῖἤἀφοῦἔχει ἐξομολογηθεῖ, ἐπιτίμια εἴτε γιά νά τόν προετοιμάσει νά δεχθεῖ καρποφόρως τό μυστήριο, ἤἀφοῦ λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν νά τόν στερεώσει στόν πνευματικόἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀνακαίνιση τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Τέτοια ἐπιτίμια εἶναι ἡ συχνή προσευχή, ἡἀνάγνωση ψυχωφελῶν βιβλίων, ἡἐλεημοσύνη, ἡἀποδημία στούς ἁγίους Τόπους καίὅ,τι ἄλλο κρίνει πρόσφορο ὁἱερέας νάἐπιβάλει στό μετανοούντα ἁμαρτωλό γιά τήν πνευματική του εὐστάθεια. Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καλῶς ὅτι τάἐπιτίμια εἶναι ἁπλές παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικάἀποσκοποῦντα στήν πνευματική βελτίωση τοῦἐξομολογηθέντος, κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πούἐπιβάλλει καίὁ φυσικός γιατρός (δίαιτα κ.λπ.) στόν ἀναρρώνοντα ἀσθενή. Τάἐπιτίμια δέν εἶναι κάτι πούἀνήκει οὐσιαστικά στή φύση τοῦ μυστηρίου καί τόὁποῖο, ἄν παραλειφθεῖ, μπορεῖ νά ζημιώσει τήν ὁλοκληρία του.
Σέ κάθε περίπτωση ἡἐπιβολή τῶν ἐπιτιμίων εἶναι σκόπιμη, γιαυτό μποροῦν εἴτε νά μετριασθοῦν εἴτε τελείως νάἀρθοῦν, ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Αὐτόὅμως πούἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι νά μήν τά θεωρήσουμε ὡς ποινές πούἐπιβάλλονται στόν ἁμαρτωλό γιά νάἱκανοποιηθεῖἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει σχετικάἡ Δυτική᾿Εκκλησία. Δέν ἔχουν δηλαδή χαρακτήρα ἱκανοποιητικό.

῾Υπάρχουν διαφορές στό μυστήριο τῆς μετάνοιας μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν;

῾Ως πρός τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου δέν ὑπάρχουν διαφορές. ῾Υπάρχουν ὅμως σχετικά μέ τή φύση τῶν ἐπιτιμίων καίἄλλων ἀντιλήψεων σχετιζομένων μέ αὐτά, τάὁποῖα κατά διαφορετικό τρόπο ἐκδέχεται ἡ κάθε μία ᾿Εκκλησία.
᾿Ενῶ κατά τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη τάἐπιτίμια εἶναι, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, παιδαγωγίες καί φάρμακα πνευματικάἀποβλέποντα στή διασφάλιση τῆς μετάνοιας τῶν ἁμαρτωλῶν καί στή στερέωσή τους στό νέο βίο τόν ἀρξάμενο μέ τήν μετάνοια, ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία τά θεωρεῖὡς μέσα κατευναστικά καίἱκανοποιητικά τῆς θείας δικαιοσύνης.
Τό ρωμαιοκαθολικό αὐτό δίδαγμα στηρίζεται στήν περί ποινῶν ἰδιαίτερη ἀντίληψη τῆς δυτικῆς θεολογίας. Κατ’ αὐτήν οἱ ποινές οἱὀφειλόμενες στάἁμαρτήματα -κυρίως τά σοβαρά- εἶναι δύο εἰδῶν, οἱ αἰώνιες καί οἱ πρόσκαιρες. Καί οἱ μέν αἰώνιες συγχωροῦνται στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, ὄχι ὅμως καί οἱ πρόσκαιρες (οἱἐλαφρότερες δηλαδή), διά τήν ἄρση τῶν ὁποίων ὁἁμαρτωλός πρέπει νά τιμωρηθεῖ, ὥστε διά τῆς τιμωρίας του νάἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Οἱ ποινές αὐτές πούἔχουν ἐξιλαστικό χαρακτήρα πληρώνονται στή γῆ αὐτήἀπό τούς ἁμαρτωλούς· ἄν ὅμως δέν προλάβουν, τούς προλάβει δηλαδήὁ θάνατος, θά συνεχίσουν τήν ἀποπληρωμή τους μετά θάνατο, σέ εἰδικό τόπο βασάνων, τό λεγόμενο καθαρτήριο (Ρ῟ἶὼὰὦ῏ἶἂ῟ἣ)275. ῞Οπως καίἡ λέξη φανερώνει, στό καθαρτήριο πῦρ οἱ ψυχές καθαίρονται, καθαρίζονται ἀπό τάὑπολείμματα τῆς ἁμαρτίας, τιμωρούμενες. Μετά τό πέρας τῆς καθάρσεως οἱ ψυχές βγαίνουν ἀπό τό καθαρτήριο, εἰσερχόμενες στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾿Εννοεῖται ὅτι οἱ θανάσιμα ἁμαρτήσαντες στή ζωή καί μή μετανοήσαντες σέ τίποτε δέν ὠφελοῦνται, ἀλλά μόνο κολάζονται. Σέὅλη αὐτή τή θλιβερή διαδικασία τῶν τέκνων της ἡ᾿Εκκλησία, σάν μητέρα στοργική, δέν μένει ἀπαθής καίἀδιάφορη. Μέ τήν ἐξουσία πούἔχει ἀπό τό Θεό καί χρησιμοποιώντας τό θησαυρό τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, μπορεῖ νά παρέμβει δραστικάὑπέρ τῶν ὀδυνωμένων τέκνων της, συντέμνουσα ἤ αἴρουσα παντελῶς τίς ποινές εἴτε ἐδῶ στή γῆ, εἴτε στό καθαρτήριο, ἐκδίδοντας γραπτές ἀφέσεις276 ὀνομαστικά γιά κάθε βασανιζόμενο τέκνο της, στίς ὁποῖες βεβαιώνεται μέὑπογραφήἡἄρση τῶν βασάνων, ὥστε νάἡσυχάζουν ἀπό τό μαρτύριό τους τά τέκνα της.
Τά διδάγματα αὐτά φυσικά δέν μπορεῖ νάἐπικροτήσει ἡ᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία. Πρωτίστως δέν εἶναι ὀρθήἡ διάκριση τῶν ποινῶν σέ αἰώνιες καί πρόσκαιρες καί μάλιστα ὅτι οἱ αἰώνιες στή μετάνοια συγχωροῦνται, οἱ δέ πρόσκαιρες ὄχι καίὅτι γιά τίς τελευταῖες πρέπει νάἐξιλεώσει τό Θεό τιμωρούμενος ὁἄνθρωπος. Δηλαδήἡ μυστηριακή χάρη μπορεῖ νά συγχωρήσει τίς αἰώνιες ποινές, τίς βαρύτερες, καίὄχι τίς ἐλαφρότερες, τίς πρόσκαιρες; Ποῦ δέὀφείλεται ἡἀδυναμία αὐτή; Νά εἶναι ἄραγε ἐλλειματικήἡ δύναμη τοῦ λυτρωτικοῦἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μή μπορεῖ νάἀφανίσει στήν ὁλότητά τους τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας; Νά δύναται τό μεγαλύτερο καί τό σημαντικότερο καί νά μή μπορεῖ τό μικρότερο καί τό λιγότερο σημαντικό; ᾿Αλλά γιατίὁ Θεός νά μή συγχωρεῖ τίς ἐλαφρότερες ποινές καί νά ζητεῖἰδιαίτερη ἱκανοποίηση ἀπό τόἁμαρτωλό πλάσμα του; Μήπως διατηρεῖ μέσα του σπινθήρα ὀργῆς τόν ὁποῖο πρέπει νά σβήσει ὁἁμαρτωλός εἰδικά τιμωρούμενος;
Καί στό ζήτημα τῶν ἀφέσεων ὑπάρχουν πολλά δυσοικονόμητα καίἀκατανόητα. ῾Η σύντμηση ἤἡ πλήρης ἄρση τῶν ἐπιτιμίων στήν παρούσα ζωή εἶναι κάτι τόὑγιές. Καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὁἱερέας μπορεῖ νά συντομεύσει ἤ νάἄρη τελείως τάἐπιτίμια. Αὐτόἔγκειται στήν ἱερατικήἐξουσία του, πού εἶναι δοσμένη σ’ αὐτόν ἀπό τό Θεό. Ποιάὅμως ἔννοια ἔχει ἡ μετά θάνατο προέκταση τῆς διαδικασίας στό καθαρτήριο; Διότι, ἄν σκοπός εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡἄρση της ὁπωσδήποτε θά βλάψει τήν ψυχή, ἀνακόπτοντας τήν ἀποκάθαρσή της. ῎Αλλωστε ποιάἔννοια μπορεῖ νάἔχει ἡ κάθαρση τῶν ψυχῶν σέ χώρους ὅπου ἀπουσιάζει κάθε δυνατότητα ἠθικῆς βελτιώσεως καίἐξελίξεως; ᾿Εκτός κι ἄν ἡὅλη διαδικασία νοεῖται ὡς μηχανικήἀπότριψη τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, πράγμα φυσικάἐντελῶς ἀπαράδεκτο.
Τέλος καίἡ διδασκαλία περί τοῦ θησαυροῦἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, ὅπως τήν ἐννοεῖ καί τή χρησιμοποιεῖἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, δέν βγάζει καί πολύ νόημα. ῞Ο,τι καλό κάνουν οἱἅγιοι τό κάνουν μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ποτέ δέν βγαίνει ἔξω ἀπό τόν προσωπικό κύκλο τοῦ χρέους. Στή βάση αὐτή κρίνεται ἡ σωτηρία καίἡ δόξα τους. ᾿Αλλά καί σέ περίπτωση πούὑπάρχει περίσσεια ἀξιομισθίας, δέν κατανοοῦμε πῶς τά περισσεύματα αὐτά συγκεντρώνονται σέἰδιαίτερο ταμεῖο καί μάλιστα μποροῦν νά διατεθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία γιά τή βοήθεια τῶν ἐνδεῶν μελῶν της πού τάἔχουν ἀνάγκη. Οἱ σχέσεις στό πεδίο τῆς χάριτος εἶναι καθαρά προσωπικές. Δέν εἶναι σχέσεις λογιστικές καίἐμπορικές, ὥστε νά μεταφέρει ὁἕνας στόν ἄλλον τά πνευματικά του πλεονεκτήματα. ῾Ο ἄνθρωπος σώζεται μέ βάση τό δικό του προσωπικόἔργο. Φυσικά τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας βοηθοῦν τόἕνα τόἄλλο πνευματικά· μόνο ὅμως διά τῆς προσευχῆς, τά δέἀποτελέσματα εἶναι καθαρά ζήτημα τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Περισσότερα ὅμως περί τῶν ὑπερτάτων ἔργων πού εἶναι ἡ βάση τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, κάναμε ἰδιαίτερο λόγο σέ προηγούμενό μας ἐρώτημα.

Τά μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία μέ τήν περί καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;

Μόνο γενική καίἀπώτερη ἀναλογία ἔχουν, γιατί καί τά δύο ἀναφέρονται στή μετά θάνατο τύχη τῶν κεκοιμημένων. Στήν οὐσία ὅμως διαφέρουν σημαντικά. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τά μνημόσυνα εἶναι ἁπλές εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας πρός τό Θεό γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν μελῶν της πού τάἀπέσπασε ὁ θάνατος. Οἱἄνθρωποι πού πεθαίνουν δέν κουβαλᾶνε ὅλοι μαζί τους τήν ἴδια πνευματική κατάσταση. ῎Αλλοι εἶναι δίκαιοι, ἄλλοι μεγάλοι ἁμαρτωλοί πού δέν μετάνιωσαν γιά τ’ ἁμαρτήματά τους καίἄλλοι, μετανοημένοι μέν, χωρίς ὅμως νάἀξιοποιήσουν, ἀπόἀδιαφορία καίἀμέλεια, τή μετάνοιά τους. ῾Ο θάνατος τούς βρῆκε μέ κηλίδες ἁμαρτίας, οἱὁποῖες τούς ἐμποδίζουν νά δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Γιά τ’ ἁμαρτήματα αὐτά οἱ ψυχές ὀδυνῶνται στή μέση κατάσταση, ὅπου πηγαίνουν μετά θάνατο ὅλοι οἱ νεκροί. ῾Υπέρ ὅλων αὐτῶν ἡ᾿Εκκλησία, σάν στοργική μητέρα, τελεῖ τάἱερά μνημόσυνα πρός ἀνακούφιση τῶν ψυχῶν καίἀπαλλαγή τους ἀπό τήν ὀδύνη καί τόν πόνο τοῦ πνευματικοῦ μαρτυρίου. Τῶν μνημοσύνων ἔχουν ἀνάγκη κυρίως ἡ τρίτη τάξη τῶν νεκρῶν, γιατί τόσο οἱ δίκαιοι ὅσο καί οἱἄδικοι δέν χρειάζονται τάἱερά μνημόσυνα, οἱ μέν πρῶτοι γιατί ζοῦν μέ γαλήνη καίἠρεμία κοντά στό Θεό (στή μέση κατάσταση ἐννοεῖται), οἱ δέἄδικοι εἶναι δυνάμει καταδικασμένοι στήν κόλαση. Τά μνημόσυνα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά προσευχές οἱὁποῖες παρέχουν ὄνηση (ὠφέλεια) στίς ψυχές τῶν νεκρῶν, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση καί τήν ἔκταση τῆς ὠφέλειας αὐτῆς, τήν ὁποία γνωρίζει καί ρυθμίζει μόνο ὁ πανάγαθος Θεός.
Οἱ ἀντιλήψεις τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι αἰσθητάἀντίθετες μέ τίς πιό πάνω ἐκτεθεῖσες. Κατ’ αὐτήν τό καθαρτήριο πῦρ (Ρ῟ἶὼὰὦ῏ἶἂ῟ἣ) δέν εἶναι προσευχή τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, ἀλλά τόπος καθάρσεως καί ποινῶν τίς ὁποῖες πρέπει νάἐκτίσει ἡ ψυχή πού εὑρίσκεται σ’ αὐτό, γιά νάἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Εἶναι πεδίο στόὁποῖο ἐφαρμόζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία ἡ πρακτική τῶν λυσιποίνων ἀφέσεων (συγχωροχαρτίων), τίς ὁποῖες χορηγεῖἐξουσιαστικάἡ᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας). Παλαιότερα ἡ χορήγηση τῶν συγχωροχαρτίων γινόταν κατόπιν καταβολῆς χρημάτων ἀπό τούς συγγενεῖς τῶν πεθαμένων, πράγμα πού πολύἔβλαψε καί διέσυρε τήν ᾿Εκκλησία αὐτή στή Δύση. Εἶναι φανερόν ὅτι καμία οὐσιώδης ἀναλογία δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων μνημοσύνων καί τοῦ λατινικοῦ δόγματος περί καθαρτηρίου πυρός.

Τί διδάσκουν περί μετανοίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Σύμφωνα μέ τίς βασικές ἀντιλήψεις τους περί δικαιώσεως καίἐκκλησιαστικοῦἱερατείου, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τήν μετάνοια ὡς μυστήριο, τῆς ὁποίας ἀπορρίπτουν τά βασικά στοιχεῖα, τήν ἐσωτερικήἀπόἀγάπη καί πίστη συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τάἁμαρτήματά της καί τήν ἐξωτερικήἐξομολόγηση στό λειτουργό τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατ’ αὐτούς στό μυστήριο τοῦἱεροῦ βαπτίσματος σφυρηλατεῖται ἀκατάλυτος δεσμός μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπων, ὥστε ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μετά τό βάπτισμα, μικρήἤ μεγάλη, νά μήν μπορεῖ νά διαλύσει τό δεσμό αὐτό καί νά τόν ἀφανίσει. Βεβαίως οἱ μετά τό βάπτισμα ἁμαρτάνοντες ἔχουν ἀνάγκη μετάνοιας· ὅμως ἡ μετάνοιά τους αὐτή, ὡς ἐπάνοδος στή διά τοῦ βαπτίσματος χορηγηθείσα ἄφεση, δέν ἀποτελεῖἰδιαίτερο μυστήριο, ἀλλά ζωογόνηση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.
Τήν ἐξομολόγηση ἀπορρίπτουν οἱ Προτεστάντες σύμφωνα μέ τή βασική τους ἀντίληψη νά λαμβάνουν ἄφεση ἁμαρτιῶν ὄχι μέσῳ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται τόν ὁρατό χαρακτήρα, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό. ῾Η ἐξομολόγηση, πού δέν ἔχει διαταχθεῖ κατ’ αὐτούς ἀπό τόν Κύριο, εἶναι τό πολύἀνεκτή περισσότερο γιά λόγους ψυχολογικούς. ῾Ο ποιμένας ἀναγγέλλει στόν ἐξομολογούμενο τήν ὑπόσχεση ἁπλῶς τοῦ Θεοῦ περίἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, γιά νά μήν ἀποκάμει καίἀπελπισθεῖἀμφιβάλλοντας ἄν οἱἁμαρτίες του εἶναι συγχωρημένες στόν οὐρανό. ῞Οτι στό πνεῦμα αὐτό τῆς ἐξομολογήσεως τῆς στερούμενης τοῦἱερατικοῦ στοιχείου καί κριτηρίου εἶναι δυνατό νά χορηγήσει ἐν ἀνάγκῃἄφεση ἁμαρτιῶν καίἕνας λαϊκός, δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.


Η Ιερωσύνη


Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης;

῾Η ἵδρυση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν Κύριο ἀπέβλεπε νά καλύψει μιά βαθιά ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπόστασης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωρίζουμε, ἡ᾿Εκκλησία δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός ἀλλά καίἀνθρώπινος, δηλαδή θεανθρώπινος. Τή θεία της πλευράἀπαρτίζει ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτής της, καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο πούἀποτελεῖ τή ζωογόνο πνοή καί τήν ἁγιαστική της ἀρχή. ᾿Από τή θεία της πλευράἐξεταζόμενη ἡ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ καθίδρυμα πνευματικό καίἀόρατο, προσιτό στόν ἄνθρωπο μόνο διά τῆς πίστεως, ἐνῶἀπό τήν ἀνθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ὡς καθίδρυμα ἱστορικό καί καταστηματικό, τοῦὁποίου μέλη εἶναι ἄνθρωποι συγκεκριμένοι καίἱστορικοί. Στήν τελευταία της διάσταση, ὡς ἐξωτερικῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἱεραρχημένη κοινωνία ἀνθρώπων, μιᾶς εἰδικῆς τάξεως μελῶν της, τοῦἱερατείου, τόὁποῖο μέ τή δύναμη καί τήν ἐξουσία πούἔχει ἀπό τόν ἱδρυτή της νά κηρύσσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τελεῖ τάἱερά μυστήρια, νά ποιμαίνει πνευματικά τά μέλη της καί νά διοικεῖ τό σῶμα της. ῞Ολα αὐτάἐπιτυγχάνονται διά τοῦἱεροῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἡ θεοσύσταση ἐκείνη τελετή κατά τήν ὁποία δι’ ὁρισμένης εὐχῆς καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦἐπισκόπου στίς κεφαλές τῶν προχειριζομένων κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡὁποία ἀναδεικνύει τόν ὑποψήφιο σέἕνα ἀπό τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς, τό διάκονο, τόν πρεσβύτερο καί τόν ἐπίσκοπο. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου, ἄν καίἑνιαία, ὅμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τούς ὑποψήφιους στόν ἀντίστοιχο ἱερατικό τους βαθμό. ῎Αλλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ διακόνου, ἄλλη τοῦ πρεσβυτέρου καίἄλλη τοῦἐπισκόπου.

Μαρτυροῦνται στήν ῾Αγία Γραφή οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί;

Τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης τελούμενο δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν (ἐξ οὗ καί χειροτονία) μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς στήν ῾Αγία Γραφή. ῎Ετσι ὅσοι καθίσταντο σ’ ἕναν ἀπό τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς τό πετύχαιναν διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων καί κατόπιν προσευχῆς. Γιά τόν ἱερατικό βαθμό τῶν διακόνων λέγεται, ὅτι οἱ᾿Απόστολοι «προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τάς χεῖρας»277. Πρεσβυτέρους δέ διώριζαν διά χειροτονίας στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες ὁ Παῦλος καίὁ Βαρνάβας. ῾Ομοίως καί οἱ᾿Απόστολοι κατέλιπον διά χειροθεσίας διαδόχους αὐτῶν στόἐπισκοπικόἀξίωμα, ὅπως ὁ Παῦλος τόν Τιμόθεο στήν ῎Εφεσο καί τόν Τίτο στήν Κρήτη. Τέλος καί οἱἑπτάἄγγελοι τῶν ᾿Εκκλησιῶν οἱ μνημονευόμενοι στήν ᾿Αποκάλυψη278, εἶναι καί αὐτοίἐπίσκοποι διαφέροντες τῶν ᾿Αποστόλων μόνο κατά τόὄνομα καίὄχι κατά τόἀξίωμα. Βεβαίως σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν λέγεται ὅτι ἡ χειροθεσία, πούἀποτελεῖ τόὁρατό μέρος τοῦ μυστηρίου, διατάχθηκε ἀπό τόν Κύριο. ᾿Εντούτοις δυνάμεθα νά συναγάγουμε, ὅτι ἕνα τέτοιο ἔργο πού εἶναι τόσο σημαντικό γιά τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας δέν μποροῦσε νά γίνει ἁπλά καί αὐθαίρετα ἀπό τούς ᾿Αποστόλους, ἄν δέν εἶχαν λάβει εἰδικήἐξουσιοδότηση ἀπό τόν Κύριο. Αὐτόἐξυπακούεται καίἀπόὅσα ἡ Γραφή λέγει γιά τόἔργο τῶν πρεσβυτέρων στήν ῎Εφεσο, ὅτι τό «῞Αγιον Πνεῦμα ἔθετο αὐτούς ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ»279.
῾Η χάρη πού χορηγεῖται διά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πνευματικήἐξουσία πρός ἐπιτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων, μαζί μέ εἰδικήἀντίληψη ἀπό τό Θεό γιά θεάρεστη ἐπιτέλεση τῶν ἱερῶν λειτουργιῶν καί γιά βίο θεοφιλή καίἐνάρετο. ῞Οπως εἴπαμε πιό πάνω, ἡἱερατική χάρη χορηγεῖται διαφόρως στούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς.

Τί εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή;

Εἶναι ἡἐξωτερική πιστοποίηση τῆς αὐθεντικότητας τοῦἱερατείου τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι δηλαδή αὐτόἔχει τήν ἀρχή του στούς ᾿Αποστόλους (ἐξ οὗ καίἀποστολική), τούς πρώτους χειροτονήσαντες. ῾Η διαδοχή δέ αὐτήἀναφέρεται στόν ἱερό βαθμό τοῦἐπισκόπου, ἀπό τόν ὁποῖο πηγάζει ἡἀρχή καί τοῦὑπόλοιπου ἱερατείου. ῾Η ἀναγωγή τοῦἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ στούς ᾿Αποστόλους γίνεται διά τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας. Οἱ᾿Απόστολοι κατά διάταξη τοῦ Κυρίου, χειροτόνησαν στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί δέ μέ τή σειρά τους χειροτόνησαν τούς δικούς τους διαδόχους καί αὐτοίἄλλους κ.ο.κ., ὥστε καμία περίοδος τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς διεσπαρμένης στά πέρατα τοῦ κόσμου νά μένει ἄμοιρη ἐπισκόπων, τοῦ συνεκτικοῦ αὐτοῦ κέντρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. ῾Η ἁλυσίδα αὐτή τῶν χειροτονιῶν εἶναι ἀδιάσπαστη, ἀνελισσόμενη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. ῾Η συνέχεια αὐτή διαπιστώνεται ἱστορικά στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους πού φυλάσσονται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες. ῾Η ἀποστολική διαδοχή εἶναι ἀπόδειξη τῆς αὐθεντικότητας ὄχι μόνο τῆς ἀρχιερωσύνης ἀλλά καί γενικότερα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡὁποία δέν μπορεῖ νάὑπάρξει χωρίς τούς ἐπισκόπους της. Σ’ αὐτόὀφείλεται ἡ σπουδή τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, νάἀποδείξουν ὅτι ἡ σχέση τοῦἱερατείου τους πρός τούς ᾿Αποστόλους εἶναι συνεχής καίἀδιάκοπη.

᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν;

Κατ’ οὐδένα τρόπο. ᾿Αποτελεῖ βαρύτατο παράπτωμα, τόὁποῖο τιμωρεῖται αὐστηράἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν μποροῦν δηλαδή οἱ κληρικοί, κυρίως οἱἄγαμοι, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, εἴτε γιατί δέν ἀντέχουν τό πύρωμα τῆς ἀγαμίας εἴτε ἀπόἀνθρωπαρέσκεια ἤἐπιδίωξη ἄλλων κοσμικῶν σκοπῶν, νά καταπατοῦν τόν ὅρκο τους καί, ἀποβάλλοντας τόἱερατικό σχῆμα τους, νά συνάπτουν γάμο ἤ νά ζοῦν σάν ἀνίεροι στήν κοινωνία. Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, στίς περιπτώσεις πού δέν μπορεῖἕνας ἄγαμος κληρικός νάὑποφέρει τό πύρωμα τῆς σάρκας του, δέν θάἦταν προτιμότερο ν’ ἀποβάλει τό σχῆμα του καί νά λάβει νόμιμη σύζυγο, παρά νά μένει ἱερωμένος καί νάἱκανοποιεῖἀναίσχυντα τίς ὅποιες αἰσθήσεις καίὀρέξεις του, ἐμπαίζοντας Θεό καίἀνθρώπους; Τό θέμα φυσικά εἶναι ἐπιδεκτικό συζητήσεως.
᾿Επειδήἡ χάρη ἡ μεταδιδόμενη στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνεξάλειπτη, διά τοῦτο παράλληλα μέ τήν κατά βούληση μετάβαση στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν, ἀπαγορεύεται αὐστηρά καίἡἀναχειροτόνησή τους.

Τί φρονοῦν περίἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

῎Αν ἐξαιρέσουμε τούς ᾿Αγγλικανούς οἱὁποῖοι δέχονται τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο, οἱὑπόλοιποι Προτεστάντες ἀρνοῦνται τό μυστηριακό χαρακτήρα της. Αὐτοί, ἀποκόψαντες κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ᾿Εκκλησίας τήν ὁποία ἀντιλαμβάνονται ὡς κοινωνία πνευματική καίἀόρατη, συναρνούμενοι δέ καί τήν εὐχαριστία ὡς ἱλαστική θυσία (ὥστε νάὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέων), τούς δέ πιστούς ὅλους δεχόμενοι ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πέτρ. 2,5), ἦταν φυσικό νάἀπορρίψουν τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο, τῆς θείας χάριτος παρεκτικό. ῾Η ἱερωσύνη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐν κυριολεξίᾳ μυστήριο, ἀλλά διάταξη ὠφέλιμη τοῦ Θεοῦ280, ἀποσκοπούσα στό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεση τῶν μυστηρίων (βαπτίσματος καί θείας εὐχαριστίας). ῾Η ἀνάδειξη γίνεται διά χειροθεσίας καί δι’ εὐχῆς σέ πρόσωπα κατάλληλα νάἀναλάβουν τήν ἐκκλησιαστική αὐτή διακονία. Στή χειροθεσία ἐπιμένουν κυρίως οἱ Λουθηρανοί, οἱὁποῖοι δέν θέλουν νά διακόψουν κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι φανερόὅτι οἱ διατάξεις αὐτές δέν χορηγοῦν τή θεία χάρη, ὅπως ἕνα ἀληθινό μυστήριο, ἀλλ’ ἔχουν μόνο ἠθικήἐπίδραση, ὅπως καί οἱἄλλες ἐκκλησιαστικές εὐχές. ᾿Επίσης εἶναι εὐνόητο γιατί σ’ αὐτούς ἡἐπάνοδος τοῦ κλήρου στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν εἶναι κάτι εὔκολο καίἀδιάφορο.


Η Θεία Ευχαριστεία


῾Η θεία εὐχαριστία τρέφει τόν ἄνθρωπο πνευματικά, τόν ἁγιοποιεῖ καί τόν ἑνώνει μέ τό Θεό. Εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο, στόὁποῖο συγκροτεῖται καί ζεῖἡ᾿Εκκλησία, ὡς ἡἐπί γῆς ἐνσάρκωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι θεοποιητικό μυστήριο, ἡ συναγωγή καί συνένωση τοῦ κόσμου στή θεία λυτρωτικήἐνέργεια. Εἶναι δέ, ὅπως καί τό βάπτισμα, μυστήριο κυριακό. ῾Η θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καί ταυτόχρονα θυσία.

Ποιά εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;

Τόἵδρυσε ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τόσο μυριόλεκτο εἶναι αὐτό στή Γραφή, πού κανείς δέν μπορεῖἀποχρώντως νά τόἀρνηθεῖ. Οἱ περικοπές πού κάνουν λόγο περί τῆς συστάσεως τοῦ μυστηρίου εἶναι· ᾿Ιωάν. 6, 27-69, ὅπου ὁ Σωτήρας ἐπαγγέλλεται τή σύσταση τοῦ μυστηρίου, καί οἱ περικοπές· Ματθ. 26, 20-29, Μάρκ. 14, 17-25, Λουκ. 22, 14-38 καίἡ Α´ Κορ. 11, 23-25, κατά τίς ὁποῖες τόἑσπέρας πρό τοῦ Πάσχα (Πέμπτη) ὁ Κύριος λαβών ἄρτον τόν εὐλόγησε καίἀφοῦ τόν ἔκοψε τόν ἔδωσε στούς μαθητές Του, εἰπῶν· «Λάβετε, φάγετε τοῦτόἐστι τό σῶμά μου». ῾Ομοίως λαβών τό ποτήριο καί εὐχαριστήσας τόἔδωκε στούς μαθητές του λέγων· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς Διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τό μυστήριο ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο σάν αἰώνιος θεσμός στήν ᾿Εκκλησία· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»234.

Πῶς παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η παρουσία τοῦ Κυρίου στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλός συμβολισμός, ἀλλά παρουσία πραγματική. ῾Ο Κύριος μέὅλη τήν ὑπόστασή του βρίσκεται πραγματικά στόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς εὐχαριστίας κατά τή στιγμή τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων ἀπό τόν ἱερέα. ῾Η ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου περιγράφει ἄριστα τό ζήτημα· «Τούτου ἐν τῇἱερουργίᾳ πιστεύομεν παρεῖναι τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν οὐ τυπικῶς οὐδ’ εἰκονικῶς οὐδέ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις, οὐδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες τῶν Πατέρων εἰρήκασι περί τοῦ βαπτίσματος, οὐδέ κατ’ ἐναρτισμόν, ὥστε ἑνοῦσθαι τήν θεότητα τοῦ Λόγου τῷ προκειμένῳ τῆς εὐχαριστίας ἄρτῳ, καθώς οἱἀπό Λουθήρου λίαν ἀμαθῶς καίἀθλίως δοξάζουσι, ἀλλ’ ἀληθῶς καί πραγματικῶς, ὥστε μετά τόν ἁγιασμόν τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιοῦσθαι, μεταποιεῖσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τόν μέν ἄρτον εἰς αὐτό τόἀληθές τοῦ Κυρίου σῶμα, ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεέμ τῆς ἀειπαρθένου, ἐβαπτίσθη ἐν ᾿Ιορδάνῃ, ἔπαθε, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί πατρός, μέλλει ἐλθεῖν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ· τόν δέ οἶνον μεταποιεῖσθαι καί μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτό τόἀληθές τοῦ Κυρίου αἷμα, ὅπερ κρεμαμένου ἀπό τοῦ σταυροῦἐχύθη ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»235.
᾿Από τήν περιγραφή τῆς ῾Ομολογίας ἀνακύπτει ἀνάγλυφη ἡ περί θείας εὐχαριστίας ὀρθόδοξη διδασκαλία. ῾Ο Χριστός στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι παρών τυπικά καί εἰκονικάἤ μέ τό πλήρωμα τῆς θείας του χάριτος, ὅπως στάὑπόλοιπα ἕξι μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας· ἀλλά βρίσκεται ὁἴδιος πραγματικά παρών, στόν μέν ἄρτο κατά τόἄχραντο σῶμα του σέὅλες τίς φάσεις τῆς ἀναπτύξεώς του ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο μέχρι τῆς ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρας του· στόν οἶνο δέ, κατά τό αἷμα του πού χύθηκε ἐπάνω στό σταυρό.
Στό μυστήριο τῆς εὐχαριστίας τά φυσικά στοιχεῖα τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου χάνουν τή φυσική τους ὑπόσταση, ἡὁποία μετατρέπεται στήν οὐσία τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στό σῶμα καί τό αἷμα του. ᾿Αλλάζουν οὐσία, γιαυτό καίἡ μεταβολή καλεῖται «μετουσίωση». Τό μόνο πού παραμένει στά φυσικά στοιχεῖα εἶναι τά λεγόμενα συμβεβηκότα, αὐτά πού δέν ἀνήκουν στήν οὐσία ἀλλά τήν περιβάλλουν, οἱ φυσικές ποιότητες, ὅπως ἡ μορφή, τό βάρος, ἡὀσμή, ἡ γεύση κ.τ.λ. Αὐτό εἶναι μέτρο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἡὁποία καλύπτει κάτω ἀπό τά συμβεβηκότα τήν οὐσία τοῦ κυριακοῦ σώματος καί αἵματος, γιά νά διευκολύνει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, πού σάν ἄνθρωποι ἀσθενεῖς δέν θάἄντεχαν νά μεταλάβουν γυμνά, δηλαδήὅπως στήν πραγματικότητα εἶναι, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.

Τί φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία;

῎Αν ἐξαιρέσει κανείς ὁρισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, ᾿Αρμινιανούς), οἱὁποῖοι, ἐξετάζοντας ὀρθολογιστικά τήν ἔννοια τῶν μυστηρίων, θεωροῦν τήν εὐχαριστία ὡς ἁπλή τελετή κατά τήν ὁποία καταγγέλλεται ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου καί μέὕμνους πανηγυρίζονται καί δοξάζονται τά λυτρωτικά του ἀποτελέσματα, οἱἄλλες προτεσταντικές ῾Ομολογίες δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο μεταδοτικό τῆς θείας χάριτος, ἄν καί διαφωνοῦν μεταξύ τους ὡς πρός τόν τρόπο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία.

Τί εἶναι ὁ ἐναρτισμός;

Εἶναι δόγμα τῶν Λουθηρανῶν, διά τοῦὁποίου καταβάλλεται προσπάθεια νάἑρμηνευθεῖἡ πραγματική παρουσία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στή θεία εὐχαριστία.
Οἱ Λουθηρανοί δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο, στόὁποῖο «ἐν τῷἄρτῳ, σύν τῷἄρτῳ καίὑπό τόν ἄρτον» (ἂὃἆὰὃὸ, ὴ῟ἣἆὰὃὸ, ὖ῟ὲἆὰὃὸ) μεταδίδεται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στούς μέν πιστούς εἰς σωτηρίαν, στούς δέἀπίστους εἰς κατάκριμα. ῾Ομοίως ἐν τῷ οἴνῳ μεταδίδεται τό αἷμα τοῦ Κυρίου. ῾Η παρουσία αὐτή τοῦ Κυρίου δέν εἶναι μέν μετουσίωση, εἶναι ὅμως πραγματική καίὑποστατική καίὄχι ἁπλῶς δυναμική. ῾Ως παράδειγμα διασαφητικό οἱ Λουθηρανοί φέρουν τό παράδειγμα τῆς ἕνωσης τῶν φύσεων στό Χριστό. ῞Οπως δηλαδή στό χριστολογικό μυστήριο ἡ θεία φύση ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη, ἔτσι καί στήν εὐχαριστία ἑνώνονται τά στοιχεῖα τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο εἶναι μέν πραγματική, δέν γίνεται ὅμως σωματοειδῶς, καταληπτῶς καί περιγραφικῶς, ἀλλά κατά τρόπο πνευματικό, ἀκατάληπτο καίὑπερφυσικό. ᾿Επειδή δέ δέν συμβαίνει μετουσίωση, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο διαρκεῖ μόνο κατά τήν τέλεση τῆς ὅλης διαδικασίας ἀπό τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Κυρίου μέχρι τή μετάδοση τῶν τιμίων δώρων στούς πιστούς. ῎Εξω ἀπό τή χρήση αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ παύει νάὑφίσταται. Φυσική συνέπεια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι ὅτι τάὁρατά εἴδη τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου τῆς εὐχαριστίας, ἐπειδή δέν μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, δέν μποροῦν καί δέν πρέπει νά εἶναι ἀντικείμενο προσκυνήσεως236 καί λατρείας.
Στή διατύπωση τῆς θεωρίας του ὁδηγήθηκε ὁ Λούθηρος ἀπό τή μιά μεριά γιά ν’ ἀποφύγει τή θεωρία τῆς μετουσιώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, καίἀπό τήν ἄλλη τή συμβολική περί εὐχαριστίας ἀντίληψη τῶν ἄλλων προτεσταντικῶν ῾Ομολογιῶν. ᾿Εντούτοις ἀντί νάἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τόἔκανε περισσότερο πολύπλοκο καί δυσνόητο. ᾿Απόβλητη κυρίως εἶναι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς θεωρίας μέ βάση τό χριστολογικό δόγμα. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ἕνωση προσωπική (στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου), ἐνῶ στόν ἐναρτισμό εἶναι ἕνωση μυστηριακή, ἡὁποία ὑπερβαίνει τήν νοητική τοῦἀνθρώπου κατάληψη. ᾿Από τήν ἄλλη μεριάἡἄρνηση προσκυνήσεως τῶν τιμίων δώρων ἀντιβαίνει πρός τόἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.

177. Τί εἶναι ἡῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ;

Εἶναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τόν ἐναρτισμό, διά τῆς ὁποίας ὁμοίως καταβάλλεται προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας. ῾Ο ὅρος, παραγόμενος ἀπό τή λατινική λέξη ῟ὲἂἦ῟ὸ (= παντοῦ), ἀναφέρεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τόὁποῖο, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῾Η θεωρία εἶναι πολύἁπλουστευτική, ἀπόβλητη καίἐσφαλμένη.
Τό χριστολογικό της ὑπόβαθρο εἶναι ἐντελῶς σαθρό. Βασίζεται σέ μιά πολύ κακήἀντίληψη περίἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό Χριστό. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθήἀντίληψη οἱ φύσεις ἀντιδίδουν τάἰδιώματά τους ἡ μία στήν ἄλλη στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μένοντας ἀσυγχύτως ἑνωμένες, κατά τή Λουθηρανικήἀντίληψη ἡἀντίδοση γίνεται ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, πράγμα πούὁδηγεῖ στό μονοφυσιτισμό. ῾Η ἀνθρώπινη φύση λαμβάνει ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως, τήν παντοδυναμία, τήν πανσοφία καί τήν πανταχοῦ παρουσία, κινδυνεύουσα νάἐξέλθει τῶν ὁρίων τῆς πεπερασμένης της φύσεως238.
Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καίἐθεώθη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔπαυσε ὡστόσο νά εἶναι καθ’ αὐτό σῶμα πεπερασμένο καί κτιστό. ῎Ετσι, ὁρατό καί περιγραπτό, φανερώθηκε στούς μαθητές μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί πρόκειται νάἐπανέλθει στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο239. ῾Ο Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό σῶμα καί τή θεότητά του βρίσκεται πανταχοῦ παρών καίὄχι μοναχή της ἡἀνθρώπινη φύση του.
Στά χωρία τῆς Γραφῆς στάὁποῖα στηρίζεται ἡῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ· «ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»240, «ὁ καταβάς αὐτός ἐστι καίὁἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα»241, «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καίἐπί γῆς»242 δέν ἀναφέρονται στόν ἄνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα πού δέν θά εἶχε νόημα, ἀλλά στό Θεάνθρωπο Κύριο. Εἶναι γνωστόἄλλωστε ὅτι ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος κατά τοῦ Εὐτυχοῦς καίἡ Ζ´ κατά τῶν Εἰκονομάχων, ἀπορρίψασαι τά διδάγματα τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου ἦταν ἄπειρη καίἀπερίγραπτη, δίδαξαν ὀρθῶς ὅτι ἡἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ) καίὄχι ἀφηρημένα· δηλαδήὅτι ὁ Θεός ἔπαθε καίὄχι ἡ θεότητα, ἤὅτι ὁ Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση του εἶναι πανταχοῦ παρών καίὄχι ἡἀνθρωπότητά του.
Τέλος εἶναι ἀλλόκοτη ἡ ἰδέα ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῎Αν ἦταν ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Κυρίου θάἦταν παρόν καί σέ κάθε φυσική τροφή καί δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά τό μεταλαμβάνουμε εἰδικά στή θεία εὐχαριστία. Θά τό τρώγαμε καί στά λάχανα! 

178. Τί φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱὑπόλοιποι Προτεστάντες;

Οἱ᾿Αναμορφωτές, ἀπορρίπτοντες ὅλοι τήν περί πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τοῦ Λουθήρου, δέν ἔχουν ὡστόσο ἑνιαία μεταξύ τους περί τοῦ μυστηρίου ἀντίληψη. ῞Οπως καί εἰς ὅλα τάἄλλα ζητήματα, ἔτσι καίἐδῶἐπηρεάζονται λίγο πολύἀπό τίς ἰδιαίτερες θεολογικές καίἐκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.
Οἱ Ζβιγγλιανοί, φρονοῦντες ὅτι τό Πνεῦμα τό῞Αγιο δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπόἐξωτερικά μέσα καίἀγωγούς γιά νάἐνεργήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, διδάσκουν ὅτι τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι πραγματικά τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ εἰκονίζουν ἁπλῶς αὐτά, ὅπως μέ εἰκονικήἔννοια λέγεται περί τοῦ Χριστοῦὅτι εἶναι «ἡἄμπελος ἡἀληθινή»243 (ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀμπέλι, ἀλλ’ εἰκονίζεται ἁπλῶς ἔτσι). Συνεπῶς ὁἄρτος καίὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι ἐχέγγυα καίὄργανα τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἰκόνες αἰσθητές τοῦ σταυρωθέντος καίἀποθανόντος Χριστοῦ. Στή μετάληψη δέν γίνεται πραγματική κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνον ὅσοι πιστεύουν κοινωνοῦν τῶν εὐεργετημάτων τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου.
῾Ο Καλβίνος διδάσκει ἀντίθετα πράγματα ἀπό τόν Ζβίγγλιο. Κατ’ αὐτόν ἡ μετάληψη δέν εἶναι ἀναμνηστικό δεῖπνο, ἀλλά δεῖπνο στόὁποῖο ὁ Χριστός μᾶς μεταδίδει τή σάρκα καί τό αἷμα του. Τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνο εἰκόνες, ἀλλάἐχέγγυα καί σφραγίδες τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτοῦἑνώσεως τῶν πιστευόντων. ῾Η διδασκαλία αὐτή τοῦ Καλβίνου φαίνεται νά εἶναι ἡἴδια μέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Λουθήρου· ἐντούτοις οἱ δύο διδασκαλίες διαφέρουν ὀξύτατα μεταξύ τους σέἕνα κύριο καί βασικό σημεῖο. ᾿Ενῶὁ Λούθηρος διδάσκει ἐναρτισμό (μυστηριακήἕνωση τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ), ὁ Καλβίνος διδάσκει μυστηριακήἕνωση μόνο μέ τίς ψυχές τῶν πιστευόντων διά τῆς δυνάμεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τόὁποῖο μεταβιβάζει σ’ ἐμᾶς τό Χριστόὄχι ἀπό τό θυσιαστήριο, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν οὐρανό. Σέὅλες τίς περιπτώσεις βασικό στοιχεῖο τῆς λειτουργίας τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πίστη.
῾Η πιό πάνω εἰκονική-συμβολική περί εὐχαριστίας διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν ἔρχεται σέὀξεία ἀντίθεση μέ τόν περί εὐχαριστίας πραγματισμό τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Θάἀναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά τό θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στήν ἕρημο ὁ Κύριος, ἐλέγχοντας τούς παχυλούς ᾿Ιουδαίους ὅτι ἐπιζητοῦν βρώματα ὑλικά, τούς παρότρυνε νάἐπιζητοῦν πνευματικές τροφές, ἐννοώντας στήν ἀρχή τό λόγο του καί κατόπιν τή βρώση τοῦ σώματος καί τήν πόση τοῦ αἵματός του. Τούς εἶπε δέ «ὁἄρτος, ὅν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, ἡ σάρξ μου ἐστίν»244· καί «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον»245. ῞Οτι πραγματικάἐννοοῦσε τά λόγια αὐτάὁ Κύριος δείχνει ἡἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν του, οἱὁποῖοι δυσφορώντας ἔλεγαν· «Πῶς δύναται οὗτος δοῦναι ἡμῖν τήν σάρκα φαγεῖν»246; ῾Ομοίως καί οἱ μαθητές· «Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς δύναται αὐτοῦἀκούειν;247». Καίὁ Παῦλος, ἀποκαλώντας τό κυριακό δεῖπνο «κοινωνίαν» τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τό βρίσκει ἀσυμβίβαστο πρός τήν κοινωνία τῶν εἰδωλοθύτων, πού φυσικά δέν ἦταν τροφή συμβολικήἀλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τούς τονίζει· «῞Ος ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»248. Πῶς ὅμως ἐνοχοποιεῖται κάποιος ὅταν τρώγει κάτι πού δέν εἶναι πραγματικό, ἀλλά εἰκονικό; ᾿Αλλά καί κατά τούς Πατέρες ἡ Εὐχαριστία, ἡ προτυπωθείσα στήν Π. Διαθήκη ὑπό τοῦ μάννα, τοῦ Πασχάλιου ᾿Αμνου, τῆς θυσίας τῶν Μελχισεδέκ κ.ἄ., ἄν καί κατά τήν αἴσθηση καί τή γεύση φαίνεται ἁπλός ἄρτος καί οἶνος, ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀλλά τό πραγματικό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ· τήν πραγματικότητα δέ αὐτή τήν χρησιμοποιοῦσαν σάν ἐπιχείρημα κατά τῶν Δοκητῶν, πούἀρνοῦνταν τή σωματική φύση τοῦ Κυρίου.

Ποιός εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η θεία εὐχαριστία δέν εἶναι μόνο μυστήριο, ἡ μεταβολή δηλαδή τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί θυσία πραγματική, ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ συνεχιζόμενη καίἐφαρμοζόμενη γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. ῎Ηδη στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχουν προτυπώσεις τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς θείας εὐχαριστίας, κυριότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θυσία τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ. ῾Ο δέ προφήτης Μαλαχίας παρουσιάζει τόν Κύριο νά μή προσδέχεται τίς θυσίες τῶν ῾Εβραίων, ἀλλά τήν μία καί καθαρή θυσία, τήν ὁποία προσφέρουν σ’ αὐτόν σέ κάθε τόπο, τάἔθνη ἀπόἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν249. ᾿Αλλά καί στήν Κ. Διαθήκη ὁ Κύριος στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καλεῖ τό ποτήριο «αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»250. Τόσο στή σταυρική θυσία τοῦ Γολγοθᾶὅσο καί στή θυσία τῆς εὐχαριστίας, στήν ὁποία ἡ μεγάλη ἐκείνη θυσία περιβάλλεται συνεχή μορφή στήν ᾿Εκκλησία, ὁ Χριστός παρουσιάζεται ὡς θύτης συγχρόνως καί θύμα, ὡς μέγιστος ἀρχιερέας προσφέρων τόν ἑαυτόν του ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί διαφορά μεταξύ τῶν δύο θυσιῶν. Εἶναι δέ αὐτήὄχι στή φύση τῶν θυσιῶν πού εἶναι ἡἴδια καί στίς δύο, ἀλλά α) στόὅτι ἡ μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ εἶναι αἱματηρήἐνῶ τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη καί β) ἡ πρώτη ἔγινε μιά φορά γιά πάντα στό Γολγοθᾶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί γιά τή ζωοποίηση τοῦ κόσμου, ἐνῶἡ δεύτερη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στά θυσιαστήρια τῶν ἱερῶν ναῶν γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στόἴδιο θυσιαστήριο;

Φυσικάὄχι. ῾Ως λογική λατρεία καί προσφορά πρός τό Θεό, στήν ὁποία μετέχει ὡς σύνολο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κλῆρος καί λαός) μιά φορά μόνο μπορεῖ νά τελεσιουργεῖται. ᾿Αντίθετα ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἀποκλίνουσα ἀπό τόἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέπει τήν καθημερινή τέλεση πολλῶν θυσιῶν στόἴδιο θυσιαστήριο καί στόν ἴδιο ναό καί μάλιστα ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα καί χωρίς τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερόὅτι στήν πράξη αὐτήἀποσκοπεῖται ἡἔξαρση τοῦ κλήρου, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπων, ὑπέρ τόν λαόν, πράγμα σύμφωνο πρός τό γενικότερο κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς.

Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, θέλοντας νά πολεμήσουν τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦἱερατείου, πού προφανῶς συνδέεται μέ τήν ἰδέα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας, πολέμησαν σφοδρῶς τό δόγμα τόὑπό τῶν ᾿Ορθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν πρεσβευόμενο, φρονώντας ὅτι ἡἐκδοχή τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας ζημιώνει τήν ἔννοια τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ καίἐξασθενίζει τή δύναμη καί τήν ἀξία της.
Δέν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Οἱ λόγοι τοῦ᾿Αποστ. Παύλου· «Οὐχί οἱἐσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί τοῦ θυσιαστηρίου εἰσιν;»251·«οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων»252· «ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες»253, ὅπου ὁἱερός συγγραφέας ἀντιβάλλει τό θυσιαστήριο τῆς τραπέζης τοῦ Κυρίου πρός τό εἰδωλολατρικό θυσιαστήριο τῶν ἐθνικῶν, καμία ἀμφιβολία δέν ἀφήνουν ὅτι τό θυσιαστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι πραγματικό καίὅτι ἡ προσφερόμενη σ’ αὐτό θυσία εἶναι θυσία πραγματική. Τόἴδιο πράγμα ἐξαίρουν καί οἱ μαρτυρίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (᾿Ιουστίνου, Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων, Χρυσοστόμου κ.ἄ.), ὅπως καί οἱἀρχαῖες λειτουργίες, πούἀναμβισβήτητα παριστάνουν τήν εὐχαριστία ὡς πραγματική θυσία. Εἶναι ἐνδεικτικό δέ, ὅτι καί οἱ Δοκῆτες πούἀρνοῦνταν τήν πραγματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, συναπέρριπταν καί τόν χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας.
῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι ἀφ’ ἑνός ἀναπαράσταση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ, καθόσον διά τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων παριστᾶἤ συμβολίζει τήν ἐν αἵματι θυσία, τόν πραγματικό χωρισμό τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦἐπάνω στό σταυρό, ἀφ’ ἑτέρου δέ πραγματική θυσία στήν ὁποία ὁ Χριστός παρίσταται ὡς ἀρχιερέας τελῶν ἐπί τῆς γῆς ὅ,τι τελεῖ καί στόν οὐρανό.
Οὔτε εἶναι σωστήἡ αἰτίαση ὅτι, ἀποδεχόμενοι τήν εὐχαριστία ὡς θυσία, προσκρούουμε στή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, διά τῆς ὁποίας «ἅπαξ ἐπί συντελείᾳ τῶν αἰώνων εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διά τῆς θυσίας αὐτοῦ πεφανέρωται»254, «μιᾷ γάρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τό διηνεκές τούς ἁγιαζομένους»255. ῞Οπως προειπώθηκε, καί στίς δύο θυσίες ὁ θυόμενος εἶναι ὁἴδιος, στή μέν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ προσφερθείς ὑπέρ πάντων, στή θυσία δέ τῆς εὐχαριστίας προσφερόμενος γιά τήν προσωπική οἰκείωση τῶν ἀπό τοῦ σταυροῦἀγαθῶν. ῎Οχι μόνο δέν μειώνεται ἡ μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλά τοὐναντίον διά τῆς εὐχαριστίας ἀποκαλύπτεται ὁἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς χάριτος στήν ὁλότητά του καί στήν πρώτη ζωηφόρο στό σταυρό παράστασή του.

Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;

Στή θεία εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι παρών μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του στάὁποῖα μεταβάλλονται τά φυσικά στοιχεῖα τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου. ῾Ο Χριστός εἶναι παρών στήν εὐχαριστία ὄχι μόνο κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν κοινωνία αὐτῶν ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί μετά ταῦτα. Τό εὐχαριστιακό μυστήριο δέν εἶναι προσωρινό καί καταργούμενο. ῾Η ἀλήθεια αὐτή φαίνεται στήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία τάἁγιασθέντα τίμια δῶρα φυλάσσονταν στούς ναούς καί μεταφέρονταν ἀπό τούς διακόνους στά σπίτια καί στίς φυλακές γιά νά κοινωνήσουν οἱἀσθενεῖς καί οἱ αἰχμάλωτοι256. Τόἴδιο πράγμα ἐξαίρει καί τόἔθος νά παραλαμβάνεται ἡ εὐχαριστία ἀπό πιστούς, ἀσκητές καίὁδοιπόρους γιά κατ’ ἰδίαν χρήση, ὅπως καίἡἱερουργία τῆς εὐχαριστίας ἀπόἄρτο καί οἶνο πού προαγιάσθηκαν κατά τή λειτουργία τῶν προηγιασμένων. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δείχνει καίἡ λατρευτική προσκύνηση τῶν τιμίων δώρων. Οἱ πιστοί κλίνουν γόνυ257 κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν εἴσοδο τῶν προηγιασμένων, θεωρώντας τόν ναόὄχι ἁπλῶς σάν τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν, ἀλλά σάν πραγματικό οἶκο Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός παραμένει ὑπό τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας.
Πρέπει βέβαια νά σημειωθεῖ, ὅτι τά δῶρα τῆς θείας εὐχαριστίας δέν λατρεύονται καθ’ ἑαυτάἄσχετα πρός τό εὐχαριστιακό μυστήριο, γιατίὡς τέτοια εἶναι ἁπλά φυσικά στοιχεῖα καίἡ λατρεία τους εἶναι σαφῶς εἰδωλολατρία· ἀλλά λατρεύονται γιατί εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καίἡἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέν λατρεύεται καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά γιατί εἶναι ἡ φύση τοῦἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο μέρος κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Τό ἐρώτημα εἶναι ἄχρηστο, γιατί δέν κοινωνοῦμε ποσοτικά ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στή θεία μετάληψη δεχόμαστε ὁλόκληρο τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καίὄχι μέρος αὐτῶν πούἀναλογεῖ στήν ποσότητα καί τήν ἔκταση τῆς μερίδας τῶν θείων ἁγιασμάτων. ῾Ο ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως, «μερίζεται καί διαμερίζεται... ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». ῎Αν δέὑπάρχει μερισμός, αὐτός δέν ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς μυστηριακῆς σαρκός καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στά συμβεβηκότα, στάὁποῖα ὑποκρύπτεται τόἀπερινόητο μυστήριο. ῾Ο ἄρτος καίὁ οἶνος τεμαχίζονται, ὡς στοιχεῖα ἀνούσια καίἐξωτερικά, καίὄχι ἡ οὐσία τους ἡὁποία μεταβλήθηκε σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Καί δέν κοινωνοῦμε μονάχα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, στάὁποῖα ἑστιάζεται τόἄχραντο μυστήριο, ἀλλά καί κάτι περισσότερο, τῆς ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (σῶμα - αἷμα - ψυχή), ἐπί πλέον δέ καί τῆς θεότητάς του, ἡὁποία εἶναι ἀδιαχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα (οἱ φύσεις στό Χριστό εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένες) καίὅλου τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ (ἀφοῦἡ θεότητα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη, εἶναι ὁμοούσια μέ τή θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ). Μέ μία λέξη κοινωνοῦμε τοῦὅλου Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατίἡ θεία εὐχαριστία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.

Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο, σέἕνα ναό καί σέ μία θεία λειτουργία;

῎Οχι. Αὐτό μᾶς ἀπαγορεύει νά τό σκεφθοῦμε ἡὁλότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τάὁποῖα εἶναι παρόντα στήν εὐχαριστία ὄχι ἐκτατῶς καί ποσοτικῶς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα ὄχι σέἕνα μόνο ἱερό ποτήριο, ἀλλά σέὅλα τά ποτήρια καί σέὅλες τίς λειτουργίες πού τελοῦνται σέὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς πούὑπάρχουν σέὅλα τά μέρη τῆς γῆς. Αὐτό φυσικά συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν. ῞Οπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ἡἰδέα αὐτή τήν ὁποία διατύπωσε ὁ Λούθηρος, εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατη καίἀπορριπτέα, καθότι ἀποδίδει στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτό τήν ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ παρουσίας, ἡὁποία ἀνήκει μόνο στό Χριστό (ὡς Θεό).
Τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, ὅπως καίἡ μεταβολή τῶν στοιχείων τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς καί τό μυστήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα μυστήρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τάὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει ἡ φυσική τοῦἀνθρώπου διάνοια. Πῶς ὁ Χριστός εἶναι «ὅλος ὅλῳ, ὅλος μέρει καίὅλος ἐκτός τοῦὅλου», δηλαδή εἶναι παρών ὅλος σέὅλη τήν ποσότητα τῆς θείας κοινωνίας, ὅλος σέ κάθε μέρος αὐτῆς καίὅλος ἔξω ἀπ’ αὐτήν σέὅλους τούς τόπους πού τελεσιουργεῖται τό μυστήριο, εἶναι κάτι πού συντρίβει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί τόὁποῖο γνωρίζει μόνο ὁἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι δέ φανερόὅτι καμία ἀναλογία ἀπό τήν περιοχή τῆς φυσικῆς αἰσθήσεως καί τοῦ πνεύματος δέν μπορεῖ νά παραδειγματίσει τό φρικῶδες μυστήριο τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.

῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;

῎Οχι δέν ὑπάρχει. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ σ’ ἕνα κοσμικό δεῖπνο οἱ προσκαλεσμένοι θά μετάσχουν στήν παρατιθέμενη τράπεζα, ἔτσι καί στό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ πού παρατίθεται στήν ᾿Εκκλησία ὅσοι μεταβαίνουν στή θεία λειτουργία ἐξυπακούεται ὅτι θά λάβουν μέρος στό οὐράνιο θεῖο δεῖπνο. Οἱἐκκλησιαζόμενοι πιστοί εἶναι συνδαιτυμόνες στή μυστική θεία τροφή. ῎Αλλωστε στό τραπέζι τοῦ Θεοῦὅπου παρατίθεται ὁ σταυρωμένος καίἀναστημένος Χριστός, καλοῦνται οἱ πιστοίἀπό τόν ἱερέα νά μετάσχουν· «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καίἀγάπης προσέλθετε». ῾Η κλήση προσέλευσης εἶναι συλλογική καίἀτομική. ῾Επομένως σέ κάθε θεία λειτουργία ὁ πιστός ἔχει τό δικαίωμα καί τή δυνατότητα νά κοινωνήσει. Δέν ὑπάρχουν φραγμοίἀντικειμενικοί στή μυστηριακή προσέλευση.
Μόνο ἀπόἄποψη ὑποκειμενική μπορεῖ νάὑπάρξουν φραγμοί στήν ἐπιτέλεση τοῦὑπέρτατου χρέους. ᾿Εννοοῦμε τήν ψυχική κατάσταση τοῦ κοινωνοῦντος, ἄν δηλαδή αὐτός εἶναι ἄξιος νά φιλοξενήσει μέσα του τόν σφαγιασμένο ᾿Αμνό τοῦ Θεοῦ· ἄν εἶναι καθαρός νά δεχτεῖ τή φωτιά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτόἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη ἠθική καί πνευματική προετοιμασία, τήν ὁποία θά σταθμίσει στή συνείδησή του ὁἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση φυσικά μέ τόν πνευματικό του πατέρα.
῞Οπως καί σέὅλα τάἄλλα πνευματικά πράγματα, ἔτσι καίἐδῶ χρειάζεται ἡ δέουσα ἐξισορρόπηση. Οὔτε ν’ ἀργεῖ κανείς πολύ νά προσέρχεται στήν μυστική τράπεζα τοῦ Θεοῦ, γιατίὑπάρχει κίνδυνος νά καταποθεῖἀπό τό δαίμονα, οὔτε πάλι νά εἶναι πολύ πρόχειρος καί βιαστικός, γιατίὑπάρχει κίνδυνος νά περιπέσει σέ μία τυπικότητα καί σ’ ἕνα ἐθισμό, πού θ’ ἀμβλύνουν στήν ψυχή του τήν αἴσθηση τῆς σημασίας καί τῆς σπουδαιότητας τοῦἱεροῦ μυστηρίου. Πῶς νά νιώθουν ἄραγε οἱἱερεῖς, οἱὁποῖοι εἶναι «ὑποχρεωμένοι» ὄχι ἁπλῶς νά κοινωνοῦν σέ κάθε θεία λειτουργία, ἀλλά νά καταλύουν στό τέλος ὁλόκληρη τήν ποσότητα τοῦἁγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου; Βλέπει ὁρισμένους κανείς καί νιώθει ἄβολα, κυρίως ὅταν βιάζονται.

Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;

῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσεως. Σ’ αὐτό παρατείνεται καίἐφαρμόζεται ἡ σωστική περί τόν ἄνθρωπο θεία οἰκονομία, ὁ σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στήν ἱστορία ἐφαρμόζοντας τό λυτρωτικόἔργο Του, ἀνανεώνεται τό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱἄνθρωποι ἑνώνονται μέ τό Θεό καί μεταξύ τους καίἡ φυσική κτίση ἁγιάζεται, προσφέροντας τά φυσικά στοιχεῖα της, τό ψωμί καί τό κρασί της, γιά νά γίνουν σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Στήν εὐχαριστία ὁἄνθρωπος εἰσχωρεῖ βαθιά στό Θεό. «῾Ο τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα μένει ἐν ἐμοί κἀγώἐν αὐτῷ»258, λέγει ὁ Σωτήρας· ἐμφυτεύεται μυστικά στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· «῞Εν σῶμα οἱ πολλοίἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦἑνός ἄρτου μετέχομεν»259. Μετέχοντας στήν εὐχαριστία ὁ πιστός γίνεται φοβερός στούς δαίμονες, οἱὁποῖοι τρέμουν μπροστά στή θεανθρώπινη συνδρομή (ὅπως ἔτρεμαν στή θέαση τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τή φωτιά τοῦ Θεοῦ πού τούς δίνει δύναμη νά νικήσουν τήν ἁμαρτητική τῆς φύσεως ὁρμή καί τά πάθη τους καί νά λάβουν ἄφεση τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων τους (ὄχι φυσικά τῶν θανασίμων, γιατίἡἄφεση γι’ αὐτά δίνεται μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς μετάνοιας, πού εἶναι σέ σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας).
῎Εχοντας μέσα του τό Θεό ὁ πιστός νιώθει ἄφατη γλυκύτητα καί χαρά σ’ ἕναν κόσμο πού συχνά μόνο πίκρα ξέρει νά κερνᾶ τόν ἄνθρωπο· γεύεται μέσα του «τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου»260, τήν ψυχή του ὡραΐζει ἡἐλπίδα τῆς θείας βασιλείας. ᾿Οχυρωμένος στό Θεόὁἄνθρωπος δέν φοβᾶται τίποτε, καμιάἐχθρότητα, κανένα ἀντίξοο σύμβαμα στή ζωή. Νιώθει τήν ψυχή του σάν τόν ἀγρό στόν ὁποῖο ἦταν κρυμμένος ὁἀνεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ὁ εὐτυχέστερος καί πλουσιότερος τῶν ἀνθρώπων πού κατέχει τό Θεό καί τά σύμπαντα. Νιώθει ὅτι ἀξίζει νά ζεῖ τή ζωή του, ὁτιδήποτε κι ἄν τοῦ συμβαίνει. Εἶναι αἰσιόδοξος, εἰρηνικός καί πράος.
Μέ τή θεία εὐχαριστία ὁἄνθρωπος ὑπερβαίνει τή φθορά καί τό θάνατο, γιατίὁἄρτος τῆς εὐχαριστίας εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μήἀποθανεῖν»261. Αὐτό φυσικά δέν ἀναφέρεται στή φυσικήἀθανασία, γιατί τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί κοινωνοῦν εἴτε ὄχι, οἱ μέν ψυχές δέν πεθαίνουν γιατί εἶναι φύσει ἀθάνατες, τά δέ σώματα ὅλα ἀνεξαίρετα θ’ ἀναστηθοῦν ἐκ τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία. ῾Η ἀθανασία πού προέρχεται ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι ἀθανασία ποιοτική, δηλαδήἀθανασία πνευματική στούς κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ἀθανασία ζωῆς κοντά σ‘τον ἄφθαρτο Θεό, σέἀντίθεση μέ τόν πνευματικό θάνατο262, τή ζωή δηλαδή τήν ἀθάνατη μακριάἀπό τό Θεό, στόν τόπο τῆς βασάνου. Τήν ἀθανασία αὐτή προετοιμάζει ἡ θεία κοινωνία πού σάν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει τήν ἀνθρώπινη φύση στή δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της τήν ἄφθαρτη ζωή στόν ἄπειρο αἰώνα τοῦ Θεοῦ.

᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;

῎Οχι, δέν ἐπιτρέπεται. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας χρησιμοποιοῦνται ἔνζυμος ἄρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) καί οἶνος «ὕδατι κεκραμένος» (νάἔχει μέσα του ἀνακατεμένο νερό). Τή θέση αὐτήἐκφράζει ἡἁγ. Γραφή καίἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τή διήγηση τοῦ Δ´ Εὐαγγελίου τό Πάσχα τότε δέν συνέπιπτε τήν Παρασκευή, 14 τοῦ μήνα Νισάν, ἄλλα τό Σάββατο, 15 τοῦἴδιου μήνα. Γιαυτό καί οἱἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο τήν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα»263. ῾Ως γνωστόν, ἡ βρώση τῶν ἀζύμων ἄρχιζε ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, δηλαδή τόἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς (14 Νισάν) καί διαρκοῦσε ἑπτάἡμέρες. ῾Ο Κύριος τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του τόἔφαγε τό βράδυ τῆς Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σέἐποχή πού δέν ἦταν ἐν χρήσει ἄζυμος ἄρτος. ῎Αρα ὁ Κύριος, συστήνοντας τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφῶς ἔνζυμο ἄρτο. ᾿Αλλά καί οἱ Χριστιανοί τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ προσκαρτεροῦντες στά῾Ιεροσόλυμα «τῇ κλάσει τοῦἄρτου»264, χρησιμοποιοῦσαν ἔνζυμο ἄρτο, ἐξαιρουμένων τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων, πού χρησιμοποιοῦσαν ἄζυμα.
Από τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας παρεξέκλιναν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἀπό τόν 10 αἰώνα) καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι (οἱ᾿Αγγλικανοί χρησιμοποιοῦν καίἔνζυμο ἄρτο), χρησιμοπιοῦντες ἄζυμο ἄρτο γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας.

Εἶναι σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου ποτηρίου (τοῦ οἴνου);

῎Οχι δέν εἶναι. ῾Ο Κύριος ἡμῶν κατά τή σύσταση τοῦ μυστηρίου διέταξε ρητῶς· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Τό «πάντες» ἐδῶ σημαίνει ὅλους. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο. ῾Η ὀρθόδοξη ῾Ομολογία γράφει σχετικῶς· «῾Η κοινωνία τοῦ μυστηρίου τούτου πρέπει νά γίνηται καί κατά τά δύο εἴδη τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου τόσον ἀπό τούς πνευματικούς ὅσον καίἀπό τούς κοσμικούς»265.
᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀποκλίνει ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἡὁποία ἀπό τόν 12ο αἰώνα ἀπαγορεύει τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς. ῾Υπ’ ἀμφότερα τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας κοινωνοῦν μόνο οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Οἱἐπίσκοποι, βέβαια κι ὁ Πάπας δικαιοῦνται νάἐπιτρέπουν τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς κυρίως σέὅσους προσέρχονται στόν Παπισμό, τούς Μαρωνίτες καί τούς Οὐνίτες.
Γιά νά δικαιολογήσουν τήν πράξη τους αὐτή οἱ Λατίνοι προφασίζονται προφάσεις πολλές, κυριότερες τῶν ὁποίων εἶναι· ῾Η ἔλλειψη οἴνου σέ πολλά μέρη· ὁ φόβος μήπως κατά τήν κοινωνία χυθεῖ τό αἷμα τοῦ Κυρίου· ἡἀδυναμία πούἔχουν πολλοί νά γεύονται τοῦ οἴνου (τῆς ὀξύτητας προφανῶς)· τόἀδύνατο νά διατηρεῖται ὁ οἶνος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα κ.ἄ. ῞Οτι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι ἀνίσχυροι νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια σημαντική καινοτομία, εἶναι φανερό γιάἕνα ἀπροκατάληπτο κριτή. ᾿Απομένει ὡς βασικός λόγος ἡἐξύψωση τοῦ κλήρου ὑπέρ τόν λαό, πράγμα πού ταιριάζει στό πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς ᾿Εκκλησίσς αὐτῆς.

Τί εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος ὴ῏ὃὴ῏ἣἂὦὰὃὦἂὰ266;

῾Ο ὅρος σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται ἀπό τή σχολαστική θεολογία (ἀπό τό Θωμᾶ τόν ᾿Ακινάτη) καί σκοπόἔχει νά θεμελιώσει θεολογικά τήν πράξη τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας ν’ ἀρνεῖται νά μεταδώσει τό αἷμα τοῦ Κυρίου στούς λαϊκούς.
Κατά τή θεωρία αὐτήὅπου ὑπάρχει σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νάὑπάρχει καί τό αἷμα τόἐμπεριεχόμενο σ’ αὐτό. Τόὅποιο σῶμα χωρίς τό αἷμα του εἶναι ἀδιανόητο. Συνεπῶς στόν ἄρτο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι παρών ὁλόκληρος ὁ Χριστός μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του. ῎Αρα κοινωνώντας κανείς τοῦἄρτου, κοινωνεῖ καί τοῦ συνημμένου αἵματος, ἄσχετα ἄν ἐσθίοντας τήν ὄστια δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι κοινωνεῖ καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου!
Σ’ αὐτό τό συμπέρασμα καταλήγει κανείς, ὅταν προσπαθεῖ νά συλλάβει καί νάἐξηγήσει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ βάση λογικά τεχνάσματα καίἀνθρώπινα φιλοσοφικά κατασκευάσματα. ῎Ασχετα ὅμως μέ αὐτό, νά γνώριζε ἄραγε ὁ Θωμᾶς ὁ᾿Ακινάτης περισσότερα ἀπό τόν Κύριο, ὁὁποῖος ἱδρύοντας τό θεῖο μυστήριο, καμιά δέν ἄφησε ἀμφιβολία περί τῆς ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη (τοῦἄρτου καί τοῦ οἴνου) κοινωνίας αὐτοῦὑπό τῶν πιστῶν; («Λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»)

267.Τά βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ;

Βεβαίως πρέπει, γιατί καί αὐτά εἶναι κανονικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καίἔχουν ἀνάγκη, ὅπως καί οἱἐνήλικες, τῆς θείας εὐχαριστίας γιά νάἔχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «᾿Εάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦἀνθρώπου, καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς»268.
Τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας τήν ἀναγόμενη στούς ἀποστολικούς χρόνους, ὅπως καίὁ νηπιοβαπτισμός, ἀθέτησαν ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί μαζί μ’ αὐτήν καί οἱ Προτεστάντες, ἀπαγορεύοντες τή θεία μετάληψη στά βαπτισθέντα νήπια, μέ τό αἰτιολογικόὅτι αὐτάἐπειδή δέν ἔχουν, λόγῳ τῆς ἡλικίας τους, ἀνεπτυγμένη τή συνείδησή τους δέν μποροῦν, κατά τούς λόγους τοῦ Παύλου269, νά διακρίνουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τόν κοινόἄρτο. Οἱ λόγοι ὅμως αὐτοί τοῦ Παύλου, ἀναφερόμενοι προφανῶς στούς ἐνήλικες, δέν ἔχουν σχέση μέ τάἄωρα νήπια, τάὁποῖα ἀκριβῶς ἐπειδή στεροῦνται κρίσεως καί λόγου, δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν ἀναξίως, πράγμα πούἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς σκέψεως τοῦ᾿Αποστόλου.
Δέν βλέπουμε ἄλλωστε τό λόγο γιατίἡἔλλειψη κρίσεως καί λόγου νάἐμποδίζει τά νήπια νά δέχονται τή θεία εὐχαριστία (ὅπως καί τό χρίσμα) καί νά μήν τάἐμποδίζει νά δέχονται τή χάρη τοῦἱεροῦ βαπτίσματος.

Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;

Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή τῶν τιμίων δώρων γίνεται διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου κ.λπ.», μετά τήν ἐκφώνηση τοῦἱερέα· «Τά σάἐκ τῶν σῶν...». ῾Η στιγμή αὐτή εἶναι ἡἱερότερη τῆς θείας λειτουργίας, κατ’ αὐτή δέ γονατίζουν μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί270. ᾿Αντίθετα κατά τή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή γίνεται κατά τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου· «Λάβετε, φάγετε κ.λπ.».
῞Οτι πρόκειται κι ἐδῶ περί καινοτομίας εἶναι φανερό. Σέὅλες τίς ἀρχαῖες λειτουργίες ὑπάρχει ἡ πρός μεταβολήν ἐπίκληση, πράγμα πού τονίζει τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέἐνδεικτικοί καί οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· «Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇἀναδείξει τοῦἄρτου τῆς εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τίς τῶν ῾Αγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπε;».

Leave a Comment

Γέρων Καλλίστρατος μιλάει για όλα

Ταινία:Το νησί