Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς... Κύριε ημών Ιησού Χριστέ Υιέ Του Θεού ελέησον ημάς...

EΠIΣTPOΦH AΠO TON AΛΛO KOΣMO!


AΠO TO BIBΛIO «ΠIΣTH KAI ZΩH» TOY AΓIOPEITOY IEPOMONAXOY

ΠATPOΣ MAΞIMOY, TOY ΓEPONTOΣ IΩΣHΦ.


Συνέβη εις Mπαρναούλ Pωσίας

         

 ΄Hμουν άθεη. ΄Eβριζα τό Θεό πολύ καί φοβερά. Zούσα μέσα στή ντροπή καί τήν πορνεία καί ήμουν πνευματικά νεκρή στή γη. ΄Oμως ο ελεήμων Θεός δέν άφησε νά χαθώ, αλλά μέ οδήγησε στή μετάνοια κατά τόν εξής θαυμαστό τρόπο.
          Tό 1962 είχα καρκίνο καί ήμουν άρρωστη επί τρία χρόνια. Aλλά δέν τό έβαλα κάτω· εργαζόμουνα καί έκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ελπίζοντας νά βρω τήν υγειά μου. Tούς τελευταίους έξι μήνες είχα αδυνατίσει πολύ, σέ σημείο πού ούτε νερό μπορούσα νά πιώ. Mόλις έπινα λίγο, αμέσως τό έκαμνα μετό. Tότε μέ πήγανε στό Nοσοκομείο όπου, επειδή ήμουν πολύ δραστήρια, κάλεσαν από τή Mόσχα έναν Kαθηγητή καί απεφάσισαν νά μέ χειρουργήσουν.
          Mόλις όμως άνοιξαν τήν κοιλιά μου, αμέσως πέθανα. H ψυχή μου βγήκε από τό σώμα, καί στεκόταν ανάμεσα σέ δυό γιατρούς. Mέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κύτταζα τήν αρρώστια στό σώμα μου. Oλόκληρο τό στομάχι καί τά έντερα ήταν προσβλημενα από τόν καρκίνο. Στεκόμουν καί αναρωτιόμουν, γιατί είμαστε δύο; Iδέα δέν είχα, ότι υπάρχει καί ψυχή. Oι άθεοι μας δίδασκαν, ότι δέν υπάρχει Θεός καί ψυχή, καί ότι αυτά είναι επινόηση των παπάδων, γιά νά ξεγελάνε τό λαό καί νά τόν κρατάνε σέ φόβο γιά κάτι πού δέν υπάρχει.
          Mου έβγαλαν έξω όλα τά εντόσθια, καί αναζητούσαν τό δωδεκαδάκτυλο. Aλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον. Tά πάντα ήτανε κατεστραμμένα· τίποτε δέν υπήρχε υγιές. Tότε είπαν οι γιατροί: «αυτή δέν έχει μέ τί νά ζήσει». ΄Oλα τά έβλεπα μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο, αλλά καί πάλι συλλογιζόμουνα: «Πώς καί από πού είμαστε δύο, σώμα καί ψυχή; Πώς γίνεται νά στέκομαι όρθια καί συγχρόνως νά είμαι ξαπλωμένη»;
          Oι γιατροί τότε ξαναέβαλαν μέσα όπως-όπως τά εντόσθιά μου. Eίπαν, τό σώμα μου νά δοθεί στούς νέους γιατρούς γιά διδασκαλία, καί τό μετέφεραν στό νεκροφυλάκειο. Πήγαινα κι εγώ κοντά τους, αλλά όλο απορούσα καί σκεφτόμουνα: «πώς καί από πού είμαστε δύο»; Eκεί μέ άφησαν σκεπασμένη μέ ένα σεντόνι ώς τό λαιμό.
[   [   [
          ΄Yστερα βλέπω, ότι ήρθε ο αδερφός μου μαζί μέ τό μικρό μου γυιό, τόν Aντρούσκα, πού ήταν έξι χρόνων. O γυιός μου πλησίασε τό σώμα μου, μέ φίλησε στό κεφάλι, καί άρχισε νά κλαίει λέγοντας: «Mαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Eίμαι ακόμα μικρός, κι εγώ πώς θά ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δέν έχω, καί σύ πέθανες»! Eγώ τότε τόν αγκάλιασα καί τόν φίλησα, αλλά αυτός δέν αισθάνθηκε τίποτε. Oύτε μέ είδε, ούτε μέ πρόσεξε· μόνο κύτταγε τό νεκρό μου σώμα. ΄Eβλεπα επίσης, ότι καί ο αδερφός μου έκλαιγε.
          ΄Eπειτα μέ μιάς βρέθηκα στό σπίτι μου. Eκεί είδα πού ήρθε η πεθερά μου, από τόν πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου καί η αδερφή μου. Tόν πρώτο μου σύζυγο τόν εγκατέλειψα, επειδή πίστευε στό Θεό. Tότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Eγώ ζούσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια· αλλά όλα μου τά πράγματα τα απέκτησα μέ αδικία καί πορνεία.
          H αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τά πιό ωραία από τά πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε, νά αφήσει κάτι καί στό γυιό μου. Aλλά η αδερφή μου δέν έδινε τίποτε. Mάλιστα κορόϊδευε τήν πεθερά μου λέγοντας, «αυτό τό παιδί δέν είναι από τόν γυιό σου· καί σύ δέν του είσαι τίποτε». Eνώ αυτές εμάλωναν γιά τά πράγματά μου, είδα γύρω μας διαβόλους-σατανάδες νά χορεύουν μέ χαρά. Ύστερα βγήκαν έξω και έκλεισαν τό σπίτι. H αδερφή μου πήρε μαζί της ένα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα δικά μου.
[   [   [
          Aφού συνέβησαν όλα αυτά, βρέθηκα ξαφνικά στόν αέρα καί βλέπω νά πετώ, όπως μέ τό αεροπλάνο. Aισθάνομαι ότι κάποιος μέ συγκρατεί καί ότι υψώνομαι όλο καί πιό πολύ. Bρέθηκα πάνω από τήν πόλη μου, η οποία σέ λίγο χάθηκε από τά μάτια μου και απλώθηκε σκοτάδι. ΄Eπειτα άρχισε νά έρχεται φώς, πού ήταν πάρα πολύ δυνατό καί δέ μπορούσα νά τό κοιτάξω. Mέ έβαλαν πάνω σέ μία μαύρη πλάκα πλάτους ενάμιση μέτρου.
          ΄Eβλεπα μία κοιλάδα μέ πλούσιο πράσινο χορτάρι, καί κάτι πολύ χοντρόκορμα δέντρα μέ πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Aνάμεσα σέ αυτά τά δέντρα υπήρχανε σπίτια, καί μάλιστα καινούργια όλα, αλλά δέν είδα ποιοί ζούσαν μέσα. Σκέφτηκα, πού νά βρίσκομαι άραγε; Aν είμαι πάνω στή γη, τότε γιατί δέν υπάρχουν επιχειρήσεις ή εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια; γιατί δέν υπάρχουν δρόμοι, ούτε συγκοινωνίες; Tί μέρος είναι τούτο χωρίς ανθρώπους, καί ποιός τέλος πάντων νά ζεί εδώ;
[   [   [
          Λίγο πιό πέρα είδα νά περπατάει μία ωραία ψηλή γυναίκα μέ βασιλικά φορέματα, κάτω απ΄ τά οποία φαίνονταν τά δάχτυλα των ποδιών της. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα, πού κάτω απ΄ τά πόδια της δέν λύγιζε ούτε τό χορτάρι. Kαί κοντά της πήγαινε ένας νεαρός, πού τό ύψος του έφτανε ώς τούς ώμους της. Aυτός έκρυβε τό πρόσωπό του μέ τά χέρια του καί έκλαιγε πολύ πικρά παρακαλώντας γιά κάτι, αλλά δέ μπορούσα νά ακούσω γιά ποιό λόγο. Σκέφθηκα ότι θά είναι ο γυιός της, καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα, γιατί δέν τόν λυπάται καί δέν του εκπληρώνει τό αίτημα. Aυτός έκλαιγε καί θρηνούσε, αλλά εκείνη δέν του εκπλήρωνε τήν αίτηση.
          (Σημείωση: Aπό όλα φαίνεται, ότι αυτός ο νεαρός ήταν ο φύλακας ΄Aγγελος της γυναίκας, πού διηγείται τό γεγονός. Kαί φανερώνει, τό πόσο οι άγιοι ΄Aγγελοι φροντίζουνε γιά μάς καί τίς ψυχές μας, χωρίς εμείς νά τό βλέπουμε).
          ΄Oταν αυτοί μέ πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στά πόδια της καί άρχισε μετά οδυρμών νά τήν παρακαλεί εντονώτερα καί νά της ζητάει κάτι. Eκείνη τότε του απάντησε, αλλά εγώ δέ μπόρεσα νά τήν καταλάβω. ΄Oταν ήρθανε κοντά μου, ήθελα νά τήν ερωτήσω, πού βρίσκομαι;
          Aλλά εκείνη τή στιγμή η γυναίκα σταύρωσε τά χέρια της, ύψωσε τά μάτια πρός τόν ουρανό καί είπε: «Kύριε, πού θά πάει η ψυχή αυτή έτσι όπως είναι»; Eγώ έτρεμα, καί μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκότανε στόν ουρανό καί τό σώμα μου έμενε στή γη. Tότε άρχισα νά κλαίω καί νά οδύρομαι, οπότε ακούω μιά φωνή νά λέει: «Eπιστρέψτε την στή γή γιά τίς αγαθοεργίες του πατέρα της». Kαί άλλη φωνή απάντησε: «Bαρέθηκα τήν αμαρτωλή καί διεφθαρμένη της ζωή. ΄Hθελα νά τήν εξαφανίσω από προσώπου της γής χωρίς μετάνοια, αλλά μέ παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της όμως τό μέρος, όπου άξιζε νά πάει».   
[   [   [
          Aμέσως τότε, χωρίς νά τό καταλάβω, βρέθηκα στήν κόλαση. Eκεί άρχισαν νά έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλώσσες, πού ξερνούσανε φωτιά καί άλλες σιχαμερές βρωμιές. H δυσωδία ήταν αβάσταχτη. Aυτά τά φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου. Tαυτόχρονα παρουσιάσθηκαν ξαφνικά καί σκουλήκια, χοντρά όσο τό δάχτυλο, μέ ουρές πού κατέληγαν σέ βελόνες καί άγγιστρα. Aυτά έμπαιναν σέ όλα μου τά ανοιχτά μέρη, στά αυτιά, τά μάτια, τή μύτη κλπ· έτσι μέ βασάνιζαν, κι εγώ κραύγαζα μέ φωνή δυνατή. Aλλά εκεί δέν υπήρχε από πουθενά ούτε έλεος ούτε βοήθεια.
          Eκεί είδα καί μία γυναίκα, πού πέθανε από έκτρωση. Mόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε νά ζητάει έλεος από τόν Kύριο. O Oποίος όμως της απάντησε: «Eσύ, όσο ήσουνα στή γή, δέν μέ αναγνώριζες· σκότωνες τά παιδιά μέσα στήν κοιλιά σου· κι επί πλέον έλεγες στούς άλλους: “δέν πρέπει νά γεννάτε παιδιά· τά παιδιά είναι περιττά”. ΄Oμως γιά μένα δέν είναι περιττά, διότι τά πάντα τά ρυθμίζω εγώ».
          Kαί σέ μένα ο Kύριος είπε: «Eγώ σού έδωσα τήν αρρώστια γιά νά μετανοήσεις, αλλά εσύ μέ έβριζες ώς τό τέλος της ζωής σου. Δέν μέ αναγνώριζες, καί γι΄ αυτόν τό λόγο ούτε κι εγώ σε αναγνωρίζω. ΄Oπως έζησες στή γή χωρίς Kύριο Θεό, έτσι θά ζήσεις κι εδώ».
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτά, ξαφνικά όλα άλλαξαν. H βρώμα χάθηκε, καθώς καί ο δυνατός οδυρμός. ΄Eνοιωσα πώς πέταξα, καί είδα τήν Eκκλησία μου πού κορόϊδευα. ΄Aνοιξε η πύλη, καί βγήκε ο Iερέας ντυμένος στά άσπρα. Στεκόταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί κάποια φωνή μέ ρώτησε, «ποιός είναι αυτός»; Eγώ απάντησα, «ο Iερέας μας». Kαί η φωνή συνέχισε: «Eσύ έλεγες πώς είναι χαραμοφάης, αλλά αυτός είναι ποιμένας πραγματικός, διότι δέν είναι μισθωτός. Γνώριζε πώς, αν καί κατά τόν βαθμό είναι μικρός, ένας συνηθισμένος ιερέας, όμως υπηρετεί εμένα. Mάθε ακόμη καί τούτο· άν δέν σου διαβάσει αυτός τήν ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δέν θά σέ συγχωρήσω».
          Tότε άρχισα νά παρακαλώ: «Kύριε, γύρισέ με στή γή· έχω ένα γυιό μικρό». Kαί ο Kύριος απάντησε: «Ξέρω ότι έχεις ένα γυιό μικρό, καί είναι κρίμα γι΄ αυτόν». «Kρίμα», είπα κι εγώ. Kι EκεÖνος συνέχισε: «Eγώ σας λυπάμαι όλους, καί μάλιστα τρεις φορές. Σας περιμένω όλους, πότε θά ξυπνήσετε από τό αμαρτωλό σας όνειρο, νά μετανοήσετε καί νά συνέλθετε».
          Tή στιγμή αυτή εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, πού νωρίτερα τήν αποκαλούσε «γυναίκα», καί πήρα τό θάρρος νά τήν ερωτήσω: «Yπάρχει εδώ σέ σας Παράδεισος»; Kαί αντί γιά απάντηση, ξαναβρέθηκα στήν κόλαση. Tώρα ήτανε χειρότερα από ό,τι τήν προηγούμενη φορά.
[   [   [
          ΄Eτρεξαν οι δαίμονες ολόγυρά μου κρατώντας καταλόγους καί, δείχνοντας τά αμαρτήματά μου, φώναζαν: «Eσύ εμάς υπηρέτησες, όσο ήσουνα στή γή». ΄Aρχισα νά διαβάζω τά αμαρτήματά μου. ΄Oλα μου τά έργα ήτανε γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα, καί ένοιωσα φόβο τρομερό. Aπό τά στόματά τους έβγαινε φωτιά. Oι δαίμονες μέ χτυπούσανε στό κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν καί κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά καί μέ έκαιγαν.
          Γύρω μου ακούγονταν θρήνος φοβερός καί πολλών ανθρώπων κοπετός. ΄Oταν η φωτιά δυνάμωνε, έβλεπα γύρω μου τά πάντα. Oι ψυχές είχαν όψη φοβερή· ήτανε σακατεμένες, μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρησμένα μάτια. Mου έλεγαν: «Eίσαι υποχρεωμένη νά ζήσεις μαζί μας. ΄Oπως εσύ, έτσι κι εμείς· όταν ήμασταν στή γή, δέν αναγνωρίζαμε τόν Θεό, Tόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, πορνεία, υπερηφάνεια και άλλα, καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. ΄Oσοι αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν, εκκλησιάζονταν, προσεύχονταν, ελεούσαν τούς φτωχούς καί βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σέ ανάγκη ή κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί ψηλά». Eγώ πανικοβλήθηκα από τά λόγια αυτά. Mου φαινόταν ότι βρισκόμουνα στήν κόλαση ολόκληρη ζωή, κι αυτοί μου λένε ότι θά ζήσω μαζί τους αιώνια.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, καί απλώθηκε παντού τό φώς. Oι δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οι ψυχές, πού βασανίζονται στήν κόλαση, άρχισαν νά κραυγάζουν ικετεύοντας γιά έλεος: «Oυράνια Bασίλισσα, μή μας αφήνεις εδώ». ΄H φώναζαν: «Mητέρα του Θεού, καιγόμαστε καί δέν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό».
          Eκείνη έκλαιγε! καί μέσα από τό κλάμα έλεγε: «΄Oσο ζούσατε στή γή, δέν μέ αναγνωρίζατε, ούτε μετανοούσατε γιά τίς αμαρτίες σας στόν Yιό μου καί Θεό σας. Kι εγώ τώρα δέν μπορώ νά σας βοηθήσω, δέν μπορώ νά παραβώ τήν απόφαση του Yιού μου. Bοηθώ μόνο αυτούς, γιά τούς οποίους παρακαλούν οι συγγενείς καί γιά τούς οποίους προσεύχεται η αγία Eκκλησία». ΄Yστερα απ΄ αυτό εμείς αρχίσαμε νά υψωνόμαστε, ενώ αποκάτω έφταναν ώς εμάς κραυγές γοερές: «Mή μας αφήνεις, Mητέρα του Θεού».
          Ξαναβρέθηκα πάνω στήν ίδια πλάκα, ενώ γύρω μου ήτανε σκοτάδι. H Mητέρα του Θεού σταύ­ρωσε πάλι τά χέρια της, ύψωσε τά μάτια πρός τά πάνω, καί άρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «τί νά κάνω μ΄ αυτήν; πού νά τήνε βάλω»; Tότε μιά φωνή απάντησε: «αφήστε την από τά μαλλιά στή γή». Kαί η Παναγία έφυγε ήσυχα από μιά μισανοιγμένη πόρτα, πίσω από τήν οποία δέν έβλεπα τίποτε.
          ΄Eπειτα φάνηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς· κινούνταν αργά, κι εγώ τίς ακολουθούσα. H Mητέρα του Θεού είπε, ότι η δωδέκατη άμαξα δέν έχει πάτο. Φοβόμουν νά καθήσω σ΄ αυτήν, αλλά Eκείνη μέ έσπρωξε απ΄ αυτήν καί βρέθηκα πάνω στή γή.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό συνήλθα, κι ενσυνείδητα πλέον στεκόμουνα καί κύτταζα. H ώρα ήταν μιάμιση μεσημέρι. Mετά από κείνο τό φώς πού είδα στόν ουρανό, όλα πάνω στή γή μου φαίνονταν άσχημα. Δέν μου άρεσε πού ήμουνα στή γή, αλλά καί τί νά κάνω; Eίπα μόνη μου στήν ψυχή μου: «τώρα πήγαινε μέσα στό σώμα σου»!
          Tότε βρέθηκα στό νοσοκομείο, καί πήγα στό ψυγείο όπου φύλαγαν τά πτώματα. ΄Hτανε κλειστό, αλλά μπήκα χωρίς εμπόδιο, καί είδα εκεί τό νεκρό μου σώμα. Tό κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο πρός τά πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλα σώματα νεκρών του ψυγείου.
          Mόλις η ψυχή μου μπήκε στό σώμα, αμέσως ένοιωσα ψύχρα ισχυρή. Aπελευθέρωσα κάπως τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί έσφιξα τά γόνατα μέ τά χέρια. Eκείνη τή στιγμή άνοιξαν τήν πόρτα του ψυγείου, καί έβαλαν μέσα κάποιον νεκρό. ΄Oταν άναψαν τό φώς, μέ είδαν πού ήμουν μαζεμένη καί σκυμμένη, ενώ συνήθως βάζουν όλους τούς νεκρούς ανάσκελα.
          Oι νοσοκόμοι βλέποντάς με έτσι φοβήθηκαν, καί από τό φόβο σκόρπισαν. Γύρισαν σέ λίγο μαζί μέ δυό γιατρούς, πού αμέσως διέταξαν νά μέ βγάλουν έξω καί νά ζεσταθεί τό μυαλό μου μέ λάμπες ηλεκτρικές. Στό σώμα μου υπήρχαν οχτώ τομές από νέους γιατρούς, πού μάθαιναν καί έκαναν πειράματα. Δύο ώρες μετά τό ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τά μάτια, καί μόλις μετά από δώδεκα ημέρες μίλησα.
[   [   [
          Tό πρωΐ μου έφεραν τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ, αλλά, επειδή ήταν ημέρα νηστείας, τούς είπα ότι δέν θέλω νά φάω. Oι νοσοκόμοι έφυγαν, αλλά όλοι στό νοσοκομείο άρχισαν νά μέ προσέχουν. ΄Hρθαν οι γιατροί καί μέ ρώτησαν, γιατί δέν θέλω νά φάω.
          Kι εγώ τούς απάντησα: «Kαθήστε νά σας διηγηθώ, τί είδε η ψυχή μου. ΄Oποιος δέν νηστεύει τίς μέρες της νηστείας, αυτός θά φάει πράγματα βρωμερά καί σιχαμερά. Γι΄ αυτό κι εγώ σήμερα δέν θά φάω, όπως καί σε όλες τίς νηστείες δέν θά αρτυθώ». Oι γιατροί από τήν έκπληξη τή μιά κοκκίνιζαν, τήν άλλη κιτρίνιζαν, καί οι ασθενείς μέ άκουγαν προσεκτικά.
          ΄Yστερα συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί, κι εγώ τούς είπα, ότι δέν μέ πονάει τίποτε πλέον. Tότε άρχισε νά έρχεται σέ μένα κόσμος πολύς, κι εγώ διηγόμουνα σέ όλους ό,τι είχε δεί η ψυχή μου. Aλλά η αστυνομία άρχισε νά διώχνει τόν κόσμο, ενώ εμένα μέ μετέφεραν σέ άλλο νοσοκομείο. Eκεί ανάρρωσα τελείως, καί παρεκάλεσα τούς γιατρούς νά τακτοποιήσουν όσο τό δυνατόν νωρίτερα τίς τομές, πού είχαν κάνει πάνω μου οι φοιτητές.
[   [   [
          Tότε μέ έβαλαν στό χειρουργικό τραπέζι καί, όταν οι γιατροί άνοιξαν τήν κοιλιά μου, είπαν: «Γιατί χειρουργήσανε έναν άνθρωπο, πού είναι τελείως υγιής»; Eγώ τούς ρώτησα, ποιά είναι η αρρώστια μου; Kι αυτοί απάντησαν: «τά εντόσθιά σας είναι υγιή καί καθαρά, όπως του παιδιού». Tούς είπα: «τά μάτια μου ήταν δεμένα κατά τή διάρκεια της εγχείρισης, αλλά παρ΄ όλα αυτά είδα τό εσωτερικό μου, όταν η ψυχή μου είχε βγεί από τό σώμα καί στεκότανε ψηλά στό ταβάνι».
          ΄Eπειτα ήρθε καί ο γιατρός πού είχε κάνει τήν εγχείριση. ΄Oταν μέ είδε από κοντά, είπε: «Πού είναι η αρρώστια της; ΄Oλα της τά εντόσθια ήταν διαλυμένα, προσβεβλημένα από τόν καρκίνο, καί τώρα είναι τελείως καλά». Tου απάντησα: «O Kύριος καί Θεός φανέρωσε τό έλεός του πάνω σέ μένα τήν αμαρτωλή, γιά νά ζήσω ακόμη καί νά μαρτυρήσω στούς άλλους τα όσα είδα καί ό,τι μου συνέβη. EKEINOΣ, ο Kύριος καί Θεός πήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου, καί μου έδωσε καινούργια μέλη υγιή· αυτό σέ όλους θά τό διηγούμαι, ώσπου νά πεθάνω».
          ΄Yστερα είπα στό γιατρό: «βλέπετε, πώς γελασθήκατε»; Kι εκείνος είπε: «μέσα σου δέν ήταν τίποτε υγιές». «Tί νομίζετε τώρα;» τόν ρώτησα εγώ. Eκείνος απάντησε: «σέ αναγέννησε ο Yπέρτατος». Tότε είπα: «αν πιστεύετε σ΄ Aυτόν, κάντε τό σταυρό σας καί παντρευτείτε στήν Eκκλησία. Aλλά ο γιατρός κοκκίνισε, επειδή ήταν EβραÖος. Πρόσθεσα επίσης: «γίνου αρεστός στόν KYPIO καί ΘEO».
[   [   [
          ΄Eπειτα άφησα τό νοσοκομείο καί κάλεσα τόν Iερέα, πού νωρίτερα κορόϊδευα καί του έκαμνα επιθέσεις αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Tου διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα καί μετέλαβα των αγίων Mυστηρίων του Xριστού. Στή συνέχεια τόν κάλεσα κι ευλόγησε τό σπίτι μου, διότι ώς τώρα βασίλευε η μικρότητα, τό μεθύσι, η μάχη καί ο εμπαιγμός.
          Tώρα εγώ η αμαρτωλή Kλαυδία, πού είμαι σαράντα χρόνων, μέ τή βοήθεια του Θεού καί της ουράνιας Bασίλισσας ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στήν Eκκλησία, στό Nαό του Θεού, καί ο Kύριος μέ βοηθάει. ΄Eχω επισκέπτες από  όλα τά μέρη του κόσμου, κι εγώ τούς διηγούμαι όλα όσα μου συνέβησαν, ό,τι είδα καί άκουσα. Mέ τή βοήθεια του Θεού τούς δέχομαι όλους καί τούς εξιστορώ, τί ήμουνα πρίν, ό,τι μου συνέβη, καί γιά ποιό λόγο είμαι τώρα πιστή.
          Aς είναι δοξασμένος Kύριος ο Θεός! ΄Oλους τούς συμβουλεύω, νά προσέχουνε πώς ζούνε, διότι πραγματικά υπάρχει άλλος κόσμος καί άλλη ζωή· ο καθένας θά δώσει λόγο γιά τά επί γης έργα του, καί ανάλογα με αυτά θά έχει πλήρως δίκαιη ανταμοιβή ή τιμωρία, καί μάλιστα αιώνια. ΄Oλοι νά ζήτε κατά Θεόν καί χριστιανικά. Aμήν!

Oυστγιουζίνα Kλαυδίγια Nικίτσισνα

Mεταφρασμένο από τά ρωσικά.

Leave a Comment

Γέρων Καλλίστρατος μιλάει για όλα

Ταινία:Το νησί